To Λεξικό

καύσωνας (ο) 1. τηλεοπτικό ρεπορτάζ πλούσιο σε κοντινά πλάνα γυναικείων οπισθίων: τα νούμερα του δελτίου ήταν πεσμένα και ο αρχισυντάκτης αποφάσισε να παίξουμε μερικούς καύσωνες 2. απόπειρα τρομοκράτησης ανθρώπων της τρίτης ηλικίας: καύσωνας η πολιτική της κυβέρνησης για τις συντάξεις ΣΥΝ ΕΟΠΥΥ 3. καιρικό φαινόμενο στο οποίο οφείλεται η δυσάρεστη οσμή του ανθρώπινου σώματος: ο Μηνάς έκανε μπάνιο για φέτος, αλλά παρ’ όλα αυτά μύριζε πολύ εξαιτίας του καύσωνα.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top