κωστόπουλος (ο) 1. ηλικιωμένος που παριστάνει τον μοντέρνο: ρε παππού μην είσαι κωστόπουλος, το πι δεν είναι για twerking ΣΥΝ. τσαουσόπουλος 2. κατά φαντασίαν Νεοϋορκέζος: ο Τάκης είναι τόσο κωστόπουλος που από τότε που κέρδισε εκείνο το ταξίδι και πήγε για μια εβδομάδα από το Αγρίνιο στη Νέα Υόρκη, άρχισε να μιλάει με προφορά ΣΥΝ μαντάμ Σουσού 3. υποστηρικτής του ΠΑΣΟΚ που το εγκατέλειψε: ο Πέτρος δεν είναι κανένα κορόιδο, με το που είδε ότι στις εκλογές θα έρθουν μονοψήφια έγινε κωστόπουλος 4. παρουσιαστής πρωινάδικου: δεν υπήρξε πιο επιτυχημένος κωστόπουλος από την Κορομηλά και τη Μενεγάκη ΣΥΝ λιάγκας.