λιάπης (ο) 1. αυτός που αψηφά το νόμο, παράνομος: ο Τζέσε ο Τζέιμς ήταν από τους πιο διάσημους λιάπηδες τους Φαρ Ουέστ ΣΥΝ ρωχάμης 2. φαινομενικά φιλήσυχος και νομοταγής πολίτης με πλούσια εγκληματική δραστηριότητα: ο Μιχάλης είναι πιο λιάπης και από τον ήρωα του Breaking Bad ΣΥΝ heisenberg 3. πολύ φτωχός: είναι τόσο λιάπης που αναγκάστηκε να καταθέσει τις πινακίδες του αυτοκινήτου του και να κυκλοφορεί με πλαστές ΣΥΝ ψωμόλυσσας 4. ξάδερφος: αύριο έχουμε οικογενειακό τραπέζι, θα έρθουν οι θείοι μου με τους λιάπηδές μου 5. κωμικός ήρωας δραματικού έργου: σε όλα του τα δράματα ο Σαίξπηρ δημιουργεί και έναν λιάπη προκειμένου να αλαφρώνει λίγο τη βαριά ατμόσφαιρα.