To Λεξικό

λιάπης (ο) 1. αυτός που αψηφά το νόμο, παράνομος: ο Τζέσε ο Τζέιμς ήταν από τους πιο διάσημους λιάπηδες τους Φαρ Ουέστ ΣΥΝ ρωχάμης 2. φαινομενικά φιλήσυχος και νομοταγής πολίτης με πλούσια εγκληματική δραστηριότητα: ο Μιχάλης είναι πιο λιάπης και από τον ήρωα του Breaking Bad ΣΥΝ heisenberg 3. πολύ φτωχός: είναι τόσο λιάπης που αναγκάστηκε να καταθέσει τις πινακίδες του αυτοκινήτου του και να κυκλοφορεί με πλαστές ΣΥΝ ψωμόλυσσας 4. ξάδερφος: αύριο έχουμε οικογενειακό τραπέζι, θα έρθουν οι θείοι μου με τους λιάπηδές μου 5. κωμικός ήρωας δραματικού έργου: σε όλα του τα δράματα ο Σαίξπηρ δημιουργεί και έναν λιάπη προκειμένου να αλαφρώνει λίγο τη βαριά ατμόσφαιρα.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top