μαντέλας (ο) 1. πρόσωπο σύμβολο της ποπ κουλτούρας: νομίζω πως οι δυο σπουδαιότεροι μαντέλες των τελευταίων δεκαετιών είναι ο Τσε Γκεβάρα και η Μαντόνα ΣΥΝ είδωλο 2. αυτός που ενώνει: δεν έχω μαζί μου συνδετήρα, να σου δώσω έναν μαντέλα; ΣΥΝ σελοτέιπ 3. κηδεία προσώπου μεγάλου βεληνεκούς: το τι κλάμα έριξε ο Ερρίκος στον μαντέλα της Νταϊάνας δεν περιγράφεται 4. αυτό που αποκτά ξεχωριστή σημασία και λάμψη εξαιτίας της παρουσίας του Δημητρίου Λ. Αβραμόπουλου: θα θέλαμε ο γάμος μας να είναι μαντέλας, αλλά δυστυχώς ο υπουργός είχε άλλες υποχρεώσεις ΣΥΝ μεγαλειώδες.