To Λεξικό

μπακαλιάρος (ο) 1. φράση υποκριτικής ή υπερβολικής ευαισθησίας στης οποίας το άκουσμα ή την ανάγνωση προκαλούνται στομαχικές διαταραχές: πιο μπακαλιάρος από τη φράση «όταν θέλεις πολύ κάτι όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις» δεν υπάρχει ΣΥΝ Πάολο Κοέλιο 2. φράση η οποία προσποιείται βάθος και τελειώνει με αποσιωπητικά: αφού κάθε status update σου είναι μπακαλιάρος, γραφ’ τον σωστά και βάλε και τρεις τελείες στο τέλος ΣΥΝ Πάολο Κοέλιο 3. πομπώδες και κούφιο κλισέ: κανένας σύγχρονος μπακαλιάρος δεν θα φτάσει το μεγαλείο του «απαγορεύεται το απαγορεύεται» ΣΥΝ Πάολο Κοέλιο

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top