μπακαλιάρος (ο) 1. φράση υποκριτικής ή υπερβολικής ευαισθησίας στης οποίας το άκουσμα ή την ανάγνωση προκαλούνται στομαχικές διαταραχές: πιο μπακαλιάρος από τη φράση «όταν θέλεις πολύ κάτι όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις» δεν υπάρχει ΣΥΝ Πάολο Κοέλιο 2. φράση η οποία προσποιείται βάθος και τελειώνει με αποσιωπητικά: αφού κάθε status update σου είναι μπακαλιάρος, γραφ’ τον σωστά και βάλε και τρεις τελείες στο τέλος ΣΥΝ Πάολο Κοέλιο 3. πομπώδες και κούφιο κλισέ: κανένας σύγχρονος μπακαλιάρος δεν θα φτάσει το μεγαλείο του «απαγορεύεται το απαγορεύεται» ΣΥΝ Πάολο Κοέλιο