νόμος (ο) 1. αυτό που πρέπει να τηρούν όλοι εκτός από σένα: η συζυγική πίστη είναι για μένα νόμος, πράγμα που σημαίνει πως ο μόνος από τους δυο μας που μπορεί να έχει παράλληλες σχέσεις είμαι εγώ ΣΥΝ υπόσχεση, όρκος 2. λάστιχο: αυτό που είχε η Κομανέτσι δεν ήταν σώμα, ήταν νόμος 3. το δίκιο του εργάτη: ο Γιάννης είναι οικοδόμος, οπότε έχει πάντα νόμο 4. αυτό που οι βουλευτές ψηφίζουν κατά συνείδηση: θα έλεγα ναι στον νόμο που προτείνει η κυβέρνηση, αλλά δεν θέλω να παραβιάσω τη γραμμή του κόμματος 5. αυτό που μπορεί να αγνοηθεί κατά βούληση: θα δήλωνα όλα μου τα εισοδήματα, αλλά η συμπλήρωση ειλικρινούς φορολογικής δήλωσης είναι νόμος ΣΥΝ κανόνας.