ουρανιαμιχαλολιάκου (η) 1. κορίτσι που έχει μεγαλώσει σε προβληματικό περιβάλλον: μη μιλάς άσχημα για την Ειρήνη. Η καημένη είναι ουρανιαμιχαλολιάκου. Ο μπαμπάς της ήταν βουλευτής και η μαμά της καλλιτέχνις 2. μίμος με ειδίκευση στην Ελένη Λουκά: μόνο άμα τη δεις να κάνει τη Λουκά θα καταλάβεις πόσο μεγάλη ουρανιαμιχαλολιάκου είναι 3. κορίτσι που μένει πιστό στις οικογενειακές παραδόσεις: η Ράνια είναι ουρανιμιχαλολιάκου, οι γονείς της ψήφιζαν Αντρέα κι αυτή θα ψηφίσει Αλέξη 4. κορίτσι που θέλει να πάρει τη δουλειά του μπαμπά: δεν ανησυχώ για τη Θάλεια, είναι ουρανιαμιχαλολιάκου και όταν βγω στη σύνταξη θα αναλάβει αυτή το γραφείο ΣΥΝ ντοραμπακογιάννη, ολγακεφαλογιάννη, φωφηγεννηματά.