πάγκαλος (ο) 1. μεγαλοστέλεχος κυβερνήσεων που μιλά σαν να μην κυβέρνησε ποτέ:
πόσο πάγκαλος είναι ο Λοβέρδος 2. ψυχολογική διαταραχή της οποίας ο φορέας θέλει να είναι συνεχώς στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος:
ο καημένος ο Θεόδωρος έχει πάγκαλο και συνεχώς ψάχνει να βρει τι να πει για να ασχοληθούν μαζί του ΣΥΝ. Lord Gaga
3. αυτός του οποίου η μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του έρχεται σε σύγκρουση με την πραγματικότητα:
κάποτε πίστεψε πως θα μπορούσε να γίνει μέχρι και πρωθυπουργός, αλλά δεν τα κατάφερε και από τότε είναι πάγκαλος ΣΥΝ.
αβραμόπουλος, πανοσπαναγιωτόπουλος
4. καλοφαγάς: ο Κώστας ο Καραμανλής ήταν ο πιο πάγκαλος πρωθυπουργός που είχε ποτέ η Ελλάδα.