To Λεξικό

παπούλιας (ο) 1. διακοσμητικός: ο πρόεδρος της δημοκρατίας έχει ρόλο παπούλια ΣΥΝ γιρλάντα, σεμεδάκι 2. πονόψυχος δανειστής: ο Κάρολος είναι τόσο παπούλιας που δάνεισε στον Αντρέα λεφτά για το σπίτι του, παρότι ήξερε πως δεν θα τα έπαιρνε πίσω ΣΥΝ κατσιφάρας 3. απρόσμενη ανάδειξη σε υψηλό αξίωμα: ο ορισμός του Λιάτσου ως διευθυντή της ΕΡΤ ήταν τελείως παπούλιας ΣΥΝ σαρτζετάκης.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top