παπούλιας (ο) 1. διακοσμητικός: ο πρόεδρος της δημοκρατίας έχει ρόλο παπούλια ΣΥΝ γιρλάντα, σεμεδάκι 2. πονόψυχος δανειστής: ο Κάρολος είναι τόσο παπούλιας που δάνεισε στον Αντρέα λεφτά για το σπίτι του, παρότι ήξερε πως δεν θα τα έπαιρνε πίσω ΣΥΝ κατσιφάρας 3. απρόσμενη ανάδειξη σε υψηλό αξίωμα: ο ορισμός του Λιάτσου ως διευθυντή της ΕΡΤ ήταν τελείως παπούλιας ΣΥΝ σαρτζετάκης.