To Λεξικό

παρέλαση (η) 1. στρατιωτική εκδήλωση που σκοπό έχει να ενδυναμώσει την αγάπη για τον στρατό και τον πόλεμο: κάθε φορά που κάνω παρέλαση σκέφτομαι τι μεγάλη χαρά που είναι το να αφαιρείς μια ζωή 2. επίδειξη στολών: στην παρέλαση είδα προσκόπους, βατραχανθρώπους, τσολιάδες, ανθρώπους ντυμένους με παραδοσιακές φορεσιές, ιερείς με χρυσοποίκιλτα άμφια, αξιωματικούς με πλουμιστές στολές ‒από την Πάτρα είχα να δω τόση ποικιλία ΣΥΝ καρναβάλι 3. μαθητικά καλλιστεία ποδιών: φέτος η παρέλαση με απογοήτευσε, οι μαθήτριες φορούσαν φλατ παπούτσια ΣΥΝ νυφοπάζαρο 4. εκδήλωση με σκοπό τη σεξουαλική απελευθέρωση: ο Ηλίας είναι τόσο στρέιτ που ανυπομονεί να πάει στην παρέλαση και να δει από κοντά τα μακριά, σκληρά και στητά κανόνια των τανκς ΣΥΝ gay pride parade 5. εκδήλωση εθνικής μνήμης: δάκρυσα όταν στην παρέλαση πέρασαν από μπροστά μου οι βετεράνοι του πρώτου Call of Duty.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top