πασόκ (το) 1. αυτό που έχει συρρικνωθεί: έπλυνα κατά λάθος τα μπλουζάκια μου στους 60 βαθμούς και έγιναν πασόκ 2. ξεπεσμένο: παλιά όλοι ήθελαν τον Κώστα στις δεξιώσεις τους, αλλά τώρα που είναι πασόκ δεν τον καλεί κανείς 3. υποσχέσεις που δεν γίνεται να τηρηθούν: ο Αλέξης θέλει πάση θυσία να κερδίσει τις εκλογές και δίνει συνέχεια πασόκ ΣΥΝ. σύριζα 4. αυτό που διαχειρίζεται εξουσία προς ίδιον όφελος: δεν ξέρω τι να ψηφίσω, όλοι μου φαίνονται πασόκ 5. οικογενειακή επιχείρηση: ο Γιώργος είναι πολύ στεναχωρημένος που ο Βαγγέλης του πήρε το πασόκ που του άφησε ο μπαμπάς του.