To Λεξικό

πασόκ (το) 1. αυτό που έχει συρρικνωθεί: έπλυνα κατά λάθος τα μπλουζάκια μου στους 60 βαθμούς και έγιναν πασόκ 2. ξεπεσμένο: παλιά όλοι ήθελαν τον Κώστα στις δεξιώσεις τους, αλλά τώρα που είναι πασόκ δεν τον καλεί κανείς 3. υποσχέσεις που δεν γίνεται να τηρηθούν: ο Αλέξης θέλει πάση θυσία να κερδίσει τις εκλογές και δίνει συνέχεια πασόκ ΣΥΝ. σύριζα 4. αυτό που διαχειρίζεται εξουσία προς ίδιον όφελος: δεν ξέρω τι να ψηφίσω, όλοι μου φαίνονται πασόκ 5. οικογενειακή επιχείρηση: ο Γιώργος είναι πολύ στεναχωρημένος που ο Βαγγέλης του πήρε το πασόκ που του άφησε ο μπαμπάς του.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top