παστίτσιος (ο) 1. ιερή μορφή της ανορθοδοξίας και της σάτιρας: λίγες θρησκευτικές τελετές είναι τόσο συγκινητικές όσο η περιφορά του πληκτρολογίου του υπολογιστή του γέροντα Παστίτσιου ΣΥΝ μαϊπρίσιους (γέροντας) 2. απόδειξη της επιρροής του σύγχρονου ιρανικού πολιτισμού στην ελληνική δικαιοσύνη: υπάρχει μεγαλύτερος παστίτσιος από τις εικόνες του Χριστού πίσω από τους δικαστές; 3. θύμα του ελληνορθόδοξου ταλιμπανισμού: αν ο Πανούσης κέρδιζε ένα αυτοκίνητο κάθε φορά που ήθελαν να τον κάνουν παστίτσιο θα είχε ανοίξει μάντρα αυτοκινήτων.