To Λεξικό

παστίτσιος (ο) 1. ιερή μορφή της ανορθοδοξίας και της σάτιρας: λίγες θρησκευτικές τελετές είναι τόσο συγκινητικές όσο η περιφορά του πληκτρολογίου του υπολογιστή του γέροντα Παστίτσιου ΣΥΝ μαϊπρίσιους (γέροντας) 2. απόδειξη της επιρροής του σύγχρονου ιρανικού πολιτισμού στην ελληνική δικαιοσύνη: υπάρχει μεγαλύτερος παστίτσιος από τις εικόνες του Χριστού πίσω από τους δικαστές; 3. θύμα του ελληνορθόδοξου ταλιμπανισμού: αν ο Πανούσης κέρδιζε ένα αυτοκίνητο κάθε φορά που ήθελαν να τον κάνουν παστίτσιο θα είχε ανοίξει μάντρα αυτοκινήτων.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top