πατριωτικός (ο, η) 1. αυτός που στερείται λογικών επιχειρημάτων και πρακτικών λύσεων: Λίγων τα λόγια είναι τόσο πατριωτικά όσο του Κώστα του Πρέκα ή της Ελένης της Λουκά ΣΥΝ σφακιανακικός 2. ανορθόγραφος: δεν φταίει ο Μανώλης που γράφει το «είναι» με έψιλον, ο καημένος είναι πατριωτικός ΣΥΝ εθνικιστικός 3. πομπώδης και κιτς: στην έπαυλη του Κωνσταντίνου ξεχώριζε το πατριωτικό σαλόνι με τα αρχαιοπρεπή αγάλματα και τους μαρμάρινους κίονες ΣΥΝ σπανουδακικός 4. αυτός που αρνείται να δεχτεί την πραγματικότητα: είναι τόσο πατριωτικός που πιστεύει πως ο λόγος που η γυναίκα του γέννησε μαύρο παιδί είναι οι πολλές ώρες ηλιοθεραπείας.