To Λεξικό

πατριωτικός (ο, η) 1. αυτός που στερείται λογικών επιχειρημάτων και πρακτικών λύσεων: Λίγων τα λόγια είναι τόσο πατριωτικά όσο του Κώστα του Πρέκα ή της Ελένης της Λουκά ΣΥΝ σφακιανακικός 2. ανορθόγραφος: δεν φταίει ο Μανώλης που γράφει το «είναι» με έψιλον, ο καημένος είναι πατριωτικός ΣΥΝ εθνικιστικός 3. πομπώδης και κιτς: στην έπαυλη του Κωνσταντίνου ξεχώριζε το πατριωτικό σαλόνι με τα αρχαιοπρεπή αγάλματα και τους μαρμάρινους κίονες ΣΥΝ σπανουδακικός 4. αυτός που αρνείται να δεχτεί την πραγματικότητα: είναι τόσο πατριωτικός που πιστεύει πως ο λόγος που η γυναίκα του γέννησε μαύρο παιδί είναι οι πολλές ώρες ηλιοθεραπείας.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top