πολύδωρας (ο) 1. ψυχική διαταραχή που κάνει τον ασθενή να νομίζει πως είναι κάποιο ιστορικό πρόσωπο: ο Βύρωνας έχει πολύδωρα και ισχυρίζεται πως είναι Κολοκοτρώνης 2. βερμπαλισμός: ο πολύδωρας του Αλέξανδρου είναι ανυπόφορος, κάθε του λέξη και μια επίδειξη γλωσσομάθειας 3. έντονη ποιητική διάθεση: εκεί που έβλεπα το ηλιοβασίλεμα με έπιασε πολύδωρας και έγραψα ένα σονέτο ΣΥΝ. κουράκης.