To Λεξικό

πολύδωρας (ο) 1. ψυχική διαταραχή που κάνει τον ασθενή να νομίζει πως είναι κάποιο ιστορικό πρόσωπο: ο Βύρωνας έχει πολύδωρα και ισχυρίζεται πως είναι Κολοκοτρώνης 2. βερμπαλισμός: ο πολύδωρας του Αλέξανδρου είναι ανυπόφορος, κάθε του λέξη και μια επίδειξη γλωσσομάθειας 3. έντονη ποιητική διάθεση: εκεί που έβλεπα το ηλιοβασίλεμα με έπιασε πολύδωρας και έγραψα ένα σονέτο ΣΥΝ. κουράκης.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top