ρέμος (ο) 1. αντιμνημονιακός καλλιτέχνης και πνευματικός άνθρωπος: φυσικά και είναι ρέμος ο Αντώνης, δεν είδες τι είπε για τον Σόιμπλε στη συναυλία διαμαρτυρίας της Μυκόνου; ΣΥΝ κραουνάκης 2. ερμηνευτής του Μίκη Θεοδωράκη: κατά τη γνώμη μου η Αλέξια ήταν πολύ καλός ρέμος 3. λαϊκιστής: είναι τόσο ρέμος, που για να κερδίσει χειροκρότημα κάνει πλάκα με την αναπηρία του Σόιμπλε ΣΥΝ τράγκας 4. σύντροφος της Ζέτας Μακρυπούλια: όταν διάβασα πως ο Μιχάλης Χατζηγιάννης είναι ρέμος, έπεσα από τα σύννεφα.