ρομά (ο) 1. λέξη που αντικαθιστά τις λέξεις τσιγγάνος και γύφτος, προκειμένου να προσποιηθούμε πολιτισμό: Από εδώ και στο εξής, αν θέλουμε να λεγόμαστε πολιτισμένοι, θα πρέπει να λέμε «Ο δωδεκάλογος του ρομά», «Οι ρομά πεθαίνουν από αγάπη», «Χτύπα τα πόδια τσίφτισσα, ρομά τουρκορομά» 2. λέξη που χρησιμοποιούν όσοι θέλουν να καμουφλάρουν τον ρατσισμό τους: μα πώς έχει ντυθεί έτσι ο Στέλιος; Σαν ρομά είναι ΣΥΝ αφροαμερικάνος 3. τσιγγάνος που νομίζει πως έχει σημασία πώς θα τον αποκαλούν και όχι πώς θα του φέρονται: του Νίκου πες του και καν’ του ό,τι θέλεις, αλλά μην τον πεις τσιγγάνο. Είναι τρομερά ρομά σ’ αυτό το θέμα. 4. λέξη ή φράση που χρησιμοποιούν όσοι έχουν ενοχές για τον ρατσισμό ή τις διακρίσεις που επιβάλλουν άλλοι: δηλαδή, επειδή υπάρχουν ηλίθιοι, θα πρέπει να λέω τους κοντούς άτομα με ειδικό ύψος; Πολύ ρομά μου φαίνεται αυτό.