ρονάλντος (ο) 1. μεγάλος ποδοσφαιριστής, παικταράς: τον πήραν για ρονάλντο, αλλά ήταν τόσο παλτό που θα μπορούσε να είναι τοπική ενδυμασία χωριού της βόρειας Σιβηρίας ΣΥΝ μέσσης 2. κλαψιάρης: ο Κώστας είναι τόσο ρονάλντος που όταν η Μαρία τού άλλαξε κανάλι έβαλε τα κλάματα και ζητούσε τη μαμά του ΣΥΝ βούρτσης 3. αντιπαθής: όχι, μην πεις στον Μηνά να έρθει..., μου είναι πολύ ρονάλντος ΣΥΝ ναβάρος 4. λαϊκός γόης που ακολουθεί τη μέινστριμ μόδα με φανατισμό: αυτά τα γυαλιστερά μαύρα μπουφάν που φορούν οι ρονάλντοι δεν μοιάζουν με σακούλες σκουπιδιών με φερμουάρ;