To Λεξικό

σαρακοστή (η) 1. περίοδος δίαιτας που βασίζεται στην ενδιαφέρουσα ιδέα πως το υπέρτατο ον, ελλείψει άλλων ενδιαφερόντων, νοιάζεται πολύ για τη διατροφή σου: ο Θεός βλέπει που δεν νηστεύεις τη σαρακοστή και θα σε τιμωρήσει ΣΥΝ ραμαζάνι 2. προετοιμασία για υπερβολική, στα όρια της χυδαιότητας, κρεατοφαγία: καλύτερα να κάνεις σαρακοστή σήμερα, γιατί αύριο θα πάμε για παϊδάκια, γουρουνοπούλα και κοκορέτσια στου Μπουρδοπίτουρα 3. ασθένεια της οποίας το βασικό σύμπτωμα είναι η μετάλλαξη, υγιών κατά τα άλλα, ανθρώπων σε βετζετέριαν: ο καημένος ο Θανάσης έπαθε σαρακοστή κι έχει να φάει κρέας δυο εβδομάδες.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top