σαρακοστή (η) 1. περίοδος δίαιτας που βασίζεται στην ενδιαφέρουσα ιδέα πως το υπέρτατο ον, ελλείψει άλλων ενδιαφερόντων, νοιάζεται πολύ για τη διατροφή σου: ο Θεός βλέπει που δεν νηστεύεις τη σαρακοστή και θα σε τιμωρήσει ΣΥΝ ραμαζάνι 2. προετοιμασία για υπερβολική, στα όρια της χυδαιότητας, κρεατοφαγία: καλύτερα να κάνεις σαρακοστή σήμερα, γιατί αύριο θα πάμε για παϊδάκια, γουρουνοπούλα και κοκορέτσια στου Μπουρδοπίτουρα 3. ασθένεια της οποίας το βασικό σύμπτωμα είναι η μετάλλαξη, υγιών κατά τα άλλα, ανθρώπων σε βετζετέριαν: ο καημένος ο Θανάσης έπαθε σαρακοστή κι έχει να φάει κρέας δυο εβδομάδες.