σεξισμός (ο) 1. σάτιρα σε γυναίκες: είναι σεξισμός να κοροϊδεύεις τα ταγιέρ και τις γόβες της Θεοδώρας ή την υστερία της Ζωής, καλύτερα να κοροϊδέψεις τα βαμμένα μαλλιά του Τάσου και το eye-liner του Κίμωνα, που είναι άντρες και μπορείς να λες ό,τι θέλεις γι' αυτούς, στο κάτω-κάτω όλοι οι άντρες είναι γουρούνια ΣΥΝ αμαρτία 2. κριτική σε γυναίκες: όταν ένας άντρας παραληρεί μπορείς να πεις ότι κάνει σαν τρελός, όταν μια γυναίκα παραληρεί καλύτερα να πεις απλώς πως μιλάει με έντονο τρόπο, διαφορετικά είναι σεξισμός ΣΥΝ ιεροσυλία 3. οποιαδήποτε αναφορά στο φύλο: θα μπορούσα να πω στην Ελένη πως είναι πολύ ωραία γυναίκα, αλλά απεχθάνομαι τον σεξισμό ΣΥΝ σεξ 4. οποιοσδήποτε διαχωρισμός βάσει φύλου: αναγκαστήκαμε να καταργήσουμε τις ξεχωριστές ομάδες ανδρών και γυναικών, γιατί η ύπαρξή τους συνιστούσε σεξισμό του χειρίστου είδους.