To Λεξικό

στουρνάρας (ο) 1. αυτός που προσπαθεί ανεπιτυχώς να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρα: θα τον έστελνα στο στάβλο να ταΐσει τα γαϊδούρια, αλλά είναι τόσο στουρνάρας που προτιμώ να το κάνω μόνος μου 2. άχρωμος, άοσμος και άγευστος: ρε συ Κούλα, αυτό δεν είναι φαΐ, είναι στουρνάρας 3. αυτός που δεν έχει εκλεγεί, εξωκοινοβουλευτικός: στις επόμενες εκλογές θα ψηφίσω κάποιο μικρό κόμμα της στουρνάρας αριστεράς 4. αυτός που κουρεύεται καρφάκια: είναι τόσο στουρνάρας, που όταν πάει να κουρευτεί έχει πάντα μαζί του μια φωτογραφία του Σβαρτζενέγκερ ΣΥΝ φίντο ντίντο.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top