στουρνάρας (ο) 1. αυτός που προσπαθεί ανεπιτυχώς να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρα: θα τον έστελνα στο στάβλο να ταΐσει τα γαϊδούρια, αλλά είναι τόσο στουρνάρας που προτιμώ να το κάνω μόνος μου 2. άχρωμος, άοσμος και άγευστος: ρε συ Κούλα, αυτό δεν είναι φαΐ, είναι στουρνάρας 3. αυτός που δεν έχει εκλεγεί, εξωκοινοβουλευτικός: στις επόμενες εκλογές θα ψηφίσω κάποιο μικρό κόμμα της στουρνάρας αριστεράς 4. αυτός που κουρεύεται καρφάκια: είναι τόσο στουρνάρας, που όταν πάει να κουρευτεί έχει πάντα μαζί του μια φωτογραφία του Σβαρτζενέγκερ ΣΥΝ φίντο ντίντο.