βενεζουέλας (ο) 1. αυτός που πιστεύει πως υπάρχει καλός αυταρχισμός: μην τον βλέπεις που φωνάζει για τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών, στην πραγματικότητα είναι βενεζουέλας κι αν ποτέ το κόμμα του γίνει κυβέρνηση θα τρέχεις να του κρυφτείς ΣΥΝ κρυπτοφασίστας 2. μεροληπτικός: μπορεί να με πεις βενεζουέλα, αλλά πιστεύω πως καμιά φορά το ξύλο σε διαδηλωτές είναι απαραίτητο 3. αυτός που πιστεύει στις αγαθές προθέσεις ηγετών: είναι τόσο βενεζουέλας που ακόμα νομίζει πως ο Αντρέας ο Παπανδρέου ήταν ένας σοσιαλιστής που δεν τον άφησαν να ολοκληρώσει το έργο του ΣΥΝ αφελής 4. επιρρεπής στον λαϊκισμό: αν είσαι στ' αλήθεια βενεζουέλας, θα κάτσεις να ακούσεις ολόκληρη την εκπομπή του Τράγκα χωρίς να βάλεις τα γέλια.