βία (η) 1. αυτή που όλοι καταδικάζουν κατά το δοκούν: η διαιτησία για μένα είναι βία, άμα σφυρίζει για την ομάδα μου γιατί να την καταδικάσω; 2. οτιδήποτε δυσάρεστο ανεξαρτήτως σπουδαιότητας: γιατί λες μόνο για φόνους; Το ότι με στραβοκοιτάζουν τα κορίτσια που τους την πέφτω δεν είναι βία; ΣΥΝ. αλλαλογιαναγαπιόμαστε 3. τρόπος επίλυσης διαφορών προγλωσσικών κοινωνικών ομάδων: η βία είναι ο μόνος τρόπος να λύσουν τις διαφορές τους χρυσαυγίτες και αντιεξουσιαστές 4. φτηνή δικαιολογία για απενοχοποίηση ευχάριστης συνήθειας: βία στη βία της εξουσίας 5. η απόδειξη πως ο άνθρωπος κατάγεται από τον πίθηκο ΣΥΝ. Χρυσή Αυγή.