βραζιλία (η) 1. θύμα βάναυσης σεξουαλικής κακοποίησης: είναι πολύ ευαίσθητη ακόμα και στις υποθέσεις τής πιο μικρής σεξουαλικής παρενόχλησης, γιατί μικρή έχει υπάρξει βραζιλία ΣΥΝ ισπανία 2. θρησκόληπτη: είναι τόσο Βραζιλία που πιστεύει πως τη δυστυχία τη στέλνει ο Θεός για να τη δοκιμάσει ΣΥΝ λουκά 3. κακοφτιαγμένη καλύβα που καταρρέει: ...και με ένα φύσημα, ο λύκος έκανε το σπιτάκι από άχυρα βραζιλία ΣΥΝ παράγκα, φαβέλα 4. διάλυση: το διπλανό μαγαζί βάρεσε βραζιλία και τα δίνει όλα όσο όσο.