χρυσαυγίτης (ο) 1. δολοφόνος: αμέσως μετά τη σύλληψή του ομολόγησε πως ήταν κατά συρροή χρυσαυγίτης 2. μπράβος: και τότε στις κερκίδες εμφανίστηκε ο πρόεδρος συνοδευόμενος από τους χρυσαυγίτες του 3. αγανακτισμένος Έλληνας ο οποίος, ενώ δηλώνει πως δεν είναι φασίστας, επιλέγει να διαμαρτυρηθεί στηρίζοντας και ψηφίζοντας ένα φασιστικό κόμμα: χτες το βράδυ ήπια τόσο πολύ, που νόμιζα πως υπάρχουν χρυσαυγίτες που είναι ψυχικά ισορροπημένοι 4. αυτός που τέλειωσε με το ζόρι το δημοτικό: ήμε χρυσαβγήτης και πάνο από ώλα βάζο την Ελάδα και θαίλω να φίγουν ώλοι οι ξαίνοι 5. προγλωσσικός: αν θέλεις να βοηθήσεις έναν χρυσαυγίτη καν’ του δώρο το αναγνωστικό της πρώτης δημοτικού 6. αυτός που πάσχει από ψυχική ή πνευματική διαταραχή: ο Μάκης φαινόταν μια χαρά παιδί, όταν όμως τον είδαμε να προσπαθεί να βάλει τις κάλτσες πάνω από τα παπούτσια καταλάβαμε πως είναι χρυσαυγίτης.