χρυσοχοΐδης (ο) 1. ασθένεια της μνήμης: ο φουκαράς ο Μιχάλης έχει χρυσοχοΐδη και δεν θυμάται ότι λίγους μήνες πριν είχε πει πως δεν θα υπάρξει καμία αύξηση στα διόδια ΣΥΝ αλτσχάιμερ 2. αμελής: να μην είσαι χρυσοχοΐδης και να κάτσεις να διαβάσεις όλο σου το μνημόνιο ΣΥΝ χριστόδουλος 3. φιλοδοξία που είναι αδύνατον να εκπληρωθεί: φοβάμαι πως η φιλοδοξία του Ευάγγελου του Βενιζέλου να γίνει πρωθυπουργός είναι χρυσοχοΐδης.