ζαρούλια (η) 1. κλιμακτήριος: η Μαρία περνάει ζαρούλια και δεν μπορεί να συγκρατήσει τα νεύρα της 2. στέλεχος οικογενειακής επιχείρησης: όλοι στην οικογένεια είμαστε ζαρούλιες και δουλεύουμε στη χασαποταβέρνα μας 3. γυναίκα χαμηλής υποστάθμης: όταν την είδα να φτύνει και την άκουσα να βρίζει σαν νταλικέρης με σύνδρομο τουρέτ, συνειδητοποίησα πόσο ζαρούλια είναι.