To Λεξικό

ζαρούλια (η) 1. κλιμακτήριος: η Μαρία περνάει ζαρούλια και δεν μπορεί να συγκρατήσει τα νεύρα της 2. στέλεχος οικογενειακής επιχείρησης: όλοι στην οικογένεια είμαστε ζαρούλιες και δουλεύουμε στη χασαποταβέρνα μας 3. γυναίκα χαμηλής υποστάθμης: όταν την είδα να φτύνει και την άκουσα να βρίζει σαν νταλικέρης με σύνδρομο τουρέτ, συνειδητοποίησα πόσο ζαρούλια είναι.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top