To Λεξικό

ζίζεκ (ο) 1. φιγουρατζής μπουρδολόγος: είσαι τόσο ζίζεκ, που δεν αντέχω να σε ακούω να μιλάς ΣΥΝ. βέλτσος 2. επιθυμία μεταμφιεσμένη σε αστείο: όταν της είπα, δήθεν αστειευόμενος, πως θέλω και τη φίλη της, δεν κατάλαβε πως έκανα ζίζεκ και γέλασε 3. ψευδός: ακόμα και κάτι σοβαρό να πει, είναι τόσο ζίζεκ που με πιάνουν τα γέλια ΣΥΝ. ντάφυ ντακ

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top