ζίζεκ (ο) 1. φιγουρατζής μπουρδολόγος: είσαι τόσο ζίζεκ, που δεν αντέχω να σε ακούω να μιλάς ΣΥΝ. βέλτσος 2. επιθυμία μεταμφιεσμένη σε αστείο: όταν της είπα, δήθεν αστειευόμενος, πως θέλω και τη φίλη της, δεν κατάλαβε πως έκανα ζίζεκ και γέλασε 3. ψευδός: ακόμα και κάτι σοβαρό να πει, είναι τόσο ζίζεκ που με πιάνουν τα γέλια ΣΥΝ. ντάφυ ντακ