To Λεξικό

λοβέρδος (ο) 1. αυτός που πιστεύει πως κανείς δεν θυμάται το παρελθόν του: η Ελένη έχει πάρει τη μισή Αθήνα, αλλά είναι λοβέρδος και μας παριστάνει την παρθένα 2. αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του: ο Κώστας μου μιλούσε μια ώρα κι εγώ παρίστανα πως τον άκουγα με ενδιαφέρον, γιατί είναι μεγάλος λοβέρδος και δεν ήθελα να τον στεναχωρήσω.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top