μανωλάδα (η) 1. διαδικασία ενσωμάτωσης των μεταναστών στη νέα τους χώρα: ο αριθμός των μεταναστών έχει αυξηθεί πολύ, πρέπει να μπει σε εφαρμογή μια μανωλάδα 2. ιδανικός τόπος εργασίας: φυσικά και είμαι ευχαριστημένος από τη νέα μου δουλειά, είναι σκέτη μανωλάδα.