To Λεξικό

μανωλάδα (η) 1. διαδικασία ενσωμάτωσης των μεταναστών στη νέα τους χώρα: ο αριθμός των μεταναστών έχει αυξηθεί πολύ, πρέπει να μπει σε εφαρμογή μια μανωλάδα 2. ιδανικός τόπος εργασίας: φυσικά και είμαι ευχαριστημένος από τη νέα μου δουλειά, είναι σκέτη μανωλάδα.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top