τσίπρας (ο) 1. μίμος: ο Αλέξης είναι φοβερός τσίπρας, πρέπει να δεις πώς μιμείται τον Ανδρέα Παπανδρέου 2. νεαρός που μιλάει σαν ηλικιωμένος: είναι τόσο τσίπρας, που όταν τον ακούω μου θυμίζει τον παππού μου 3. αυτός που δεν ξέρει ξένες γλώσσες: σε ποια Αμερική, βρε Λάκη; Τέτοιος τσίπρας που είσαι ούτε μέχρι τη Λαμία δεν μπορείς να πας.