αντιρατσιστικό (το) 1. αυτό που καταργεί το ιερό δικαίωμα αρχιερέων στον ρατσισμό και το μίσος: μετά το αντιρατσιστικό ο Αμβρόσιος νιώθει φιμωμένος και δεν μπορεί να κηρύξει τον λόγο της αγάπης για τη Χρυσή Αυγή 2. αυτό που καταργεί το ιερό δικαίωμα στρατιωτικών στον ρατσισμό και το μίσος: εξαιτίας του αντιρατσιστικού οι φαντάροι δεν μαθαίνουν πως καλός Τούρκος είναι ο νεκρός Τούρκος και δεν μπορούν να υπερασπιστούν την πατρίδα.