λοβέρδος (ο) 1. αυτός που πιστεύει πως κανείς δεν θυμάται το παρελθόν του: η Ελένη έχει πάρει τη μισή Αθήνα, αλλά είναι λοβέρδος και μας παριστάνει την παρθένα 2. αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του: ο Κώστας μου μιλούσε μια ώρα κι εγώ παρίστανα πως τον άκουγα με ενδιαφέρον, γιατί είναι μεγάλος λοβέρδος και δεν ήθελα να τον στεναχωρήσω.