To Λεξικό

σαμαράς (ο) 1. ψυχική διαταραχή η οποία εκδηλώνεται με φαντασιώσεις συνομιλίας με υπερφυσικές δυνάμεις: ο Αντώνης έχει κρίση σαμαρά και νομίζει πως μιλάει με τον Θεό 2. ικανότητα στην κομμωτική: πρέπει να πας στο κομμωτήριο του Τρύφωνα, είναι μεγάλος σαμαράς 3. εραστής της Άννας Βίσση: καλά δεν ήξερες πως και ο Νταλάρας ήταν κάποτε σαμαράς; 4. εξερευνητής που ανακαλύπτει την Κίνα ΣΥΝ. Μάρκο Πόλο.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top