σαμαράς (ο) 1. ψυχική διαταραχή η οποία εκδηλώνεται με φαντασιώσεις συνομιλίας
με υπερφυσικές δυνάμεις: ο Αντώνης έχει κρίση σαμαρά και νομίζει πως μιλάει με τον Θεό
2. ικανότητα στην κομμωτική: πρέπει να πας στο κομμωτήριο του Τρύφωνα, είναι μεγάλος σαμαράς 3. εραστής της Άννας Βίσση: καλά δεν ήξερες πως και ο Νταλάρας ήταν κάποτε σαμαράς; 4. εξερευνητής που ανακαλύπτει την Κίνα ΣΥΝ. Μάρκο Πόλο.