αγιασμός (ο) 1. σχολικό δρώμενο κατά τη διάρκεια του οποίου μαθητές διασκεδάζουν προσπαθώντας να αποφύγουν τις σταγόνες νερού που πετάγονται από ένα ματσάκι βασιλικό που κρατάει ορθόδοξος ιερέας: χαμός έγινε στον αγιασμό, είχαμε να σπρωχτούμε τόσο από το live των Prodigy ΣΥΝ. μπουγελομικρούλι 2. τελετή που σκοπό έχει να αναδείξει τα πολιτιστικά δεσμά που ενώνουν την Ελλάδα με το Ιράν και άλλες θεοκρατικές χώρες: μου αρέσει πολύ ο αγιασμός, αλλά όχι τόσο όσο ο απαγχονισμός των βλάσφημων.