To Λεξικό

αγιασμός (ο) 1. σχολικό δρώμενο κατά τη διάρκεια του οποίου μαθητές διασκεδάζουν προσπαθώντας να αποφύγουν τις σταγόνες νερού που πετάγονται από ένα ματσάκι βασιλικό που κρατάει ορθόδοξος ιερέας: χαμός έγινε στον αγιασμό, είχαμε να σπρωχτούμε τόσο από το live των Prodigy ΣΥΝ. μπουγελομικρούλι 2. τελετή που σκοπό έχει να αναδείξει τα πολιτιστικά δεσμά που ενώνουν την Ελλάδα με το Ιράν και άλλες θεοκρατικές χώρες: μου αρέσει πολύ ο αγιασμός, αλλά όχι τόσο όσο ο απαγχονισμός των βλάσφημων.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top