ίντερνετ (το) 1. ψευδαίσθηση ποιητικής, λογοτεχνικής, εικαστικής, φιλοσοφικής, κριτικής, πολιτικής ικανότητας: ο Μάριος έχει πάθει ίντερνετ, τα στάτους του είναι το ένα πιο γελοίο από το άλλο και ετοιμάζεται να φτιάξει και μπλογκ ΣΥΝ. φέισμπουκ 2. παραμυθένιος τόπος γεμάτος δράκους και αρκούδες: αν πας στο ίντερνετ θα καταλάβεις πως η κρίση και οι αεροψεκασμοί είναι ένα οργανωμένο σχέδιο των εχθρών της Ελλάδας 3. επαναστατική δράση: σύντροφοι, ο πόλεμος ενάντια στο σύστημα απαιτεί αφοσίωση στο ίντερνετ και πολλές αναρτήσεις 4. ερωτική αυτοϊκανοποίηση: από τότε που χωρίσαμε δεν έχω όρεξη να βγω και έχω τρελαθεί στο ίντερνετ.