λαός (ο) 1.ανομοιογενές σύνολο ατόμων με αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, που κατοικεί στην ίδια γεωγραφική περιοχή και το οποίο, από άγνοια ή ιδιοτέλεια, θεωρείται ομοιογενές: θα προχωρήσουμε στις μεταρρυθμίσεις που απαιτεί ο ελληνικός λαός 2.εκλογικό σώμα υπό την επήρεια αλκοόλ: μην ξεχνάς πως και τον Χαϊκάλη τον ψήφισε ο λαός ΣΥΝ. σοφός 3.οντότητα η επίκληση της οποίας δικαιολογεί τα πάντα: στο όνομα του λαού θα τιμωρήσουμε όποιον έχει διαφορετική άποψη ΣΥΝ. θεός.