To Λεξικό

λαός (ο) 1.ανομοιογενές σύνολο ατόμων με αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, που κατοικεί στην ίδια γεωγραφική περιοχή και το οποίο, από άγνοια ή ιδιοτέλεια, θεωρείται ομοιογενές: θα προχωρήσουμε στις μεταρρυθμίσεις που απαιτεί ο ελληνικός λαός 2.εκλογικό σώμα υπό την επήρεια αλκοόλ: μην ξεχνάς πως και τον Χαϊκάλη τον ψήφισε ο λαός ΣΥΝ. σοφός 3.οντότητα η επίκληση της οποίας δικαιολογεί τα πάντα: στο όνομα του λαού θα τιμωρήσουμε όποιον έχει διαφορετική άποψη ΣΥΝ. θεός.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top