σφακιανάκης (ο) 1. απόγονος εξωγήινων: νομίζει πως είναι σφακιανάκης και λέει ότι οι πρόγονοί του ήρθαν στη Γη με ένα τεράστιο διαστημόπλοιο ΣΥΝ ούφο 2. λαϊκό είδωλο σε παράκρουση: το φόρεμα της Άντζελας λεκιάστηκε λίγο πριν βγει στη σκηνή και έγινε έξαλλη, δεν την έχω ξαναδεί τόσο σφακιανάκη 3. καλόγουστος: αν δεις τους αρχαιοελληνικούς κίονες στο σπίτι του θα καταλάβεις πόσο σφακιανάκης είναι.