To Λεξικό

σφακιανάκης (ο) 1. απόγονος εξωγήινων: νομίζει πως είναι σφακιανάκης και λέει ότι οι πρόγονοί του ήρθαν στη Γη με ένα τεράστιο διαστημόπλοιο ΣΥΝ ούφο 2. λαϊκό είδωλο σε παράκρουση: το φόρεμα της Άντζελας λεκιάστηκε λίγο πριν βγει στη σκηνή και έγινε έξαλλη, δεν την έχω ξαναδεί τόσο σφακιανάκη 3. καλόγουστος: αν δεις τους αρχαιοελληνικούς κίονες στο σπίτι του θα καταλάβεις πόσο σφακιανάκης είναι.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top