σύριζα (ο) 1. αντικαταστάτης του ΠΑΣΟΚ:
παλιά ψήφιζα ΠΑΣΟΚ, αλλά τώρα βρήκα έναν σύριζα και θα ψηφίσω αυτόν 2. αυτός που ψηφίζει μόνο κόμματα εξουσίας:
ο Θανάσης ψήφιζε πάντα ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, επειδή όμως είναι σύριζα τώρα σκέφτεται να ψηφίσει Τσίπρα 3. αυτός που απότομα μεγαλώνει πολύ:
η φαλάκρα του ήταν σύριζα και μέσα σε ένα χρόνο έχασε τα περισσότερα μαλλιά του 4. συστημικός πολιτικός με αντισυστημικό λόγο, που γοητεύει τους νοικοκυραίους:
ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ο πιο σύριζα πολιτικός που θυμάμαι ΣΥΝ.
τσίπρας 5. αντιφατικός:
τη μια μου λες το ένα και την άλλη το άλλο, μήπως είσαι λίγο σύριζα;