τρόικα (η) 1. φτηνή δικαιολογία για ανακοίνωση δυσάρεστων ή αντιδημοφιλών αποφάσεων: ο Επαμεινώνδας ήθελε να χωρίσει την Ελένη, αλλά δεν ήθελε να φανεί κακός και της είπε μια τρόικα 2. φόβητρο: Θανασάκη, αν δεν φας όλο σου το φαγητό θα φωνάξω την τρόικα ΣΥΝ. μπαμπούλας 3. αποτυχημένη συνεργασία ανίκανων συνεταίρων: είχαν όλοι τους μεγάλα σχέδια, αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να κάνουν μια τρόικα.