To Λεξικό

τρόικα (η) 1. φτηνή δικαιολογία για ανακοίνωση δυσάρεστων ή αντιδημοφιλών αποφάσεων: ο Επαμεινώνδας ήθελε να χωρίσει την Ελένη, αλλά δεν ήθελε να φανεί κακός και της είπε μια τρόικα 2. φόβητρο: Θανασάκη, αν δεν φας όλο σου το φαγητό θα φωνάξω την τρόικα ΣΥΝ. μπαμπούλας 3. αποτυχημένη συνεργασία ανίκανων συνεταίρων: είχαν όλοι τους μεγάλα σχέδια, αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να κάνουν μια τρόικα.

ΔΕΘ (η)

06.09.2014

δημάρ (η)

30.05.2014

εδτ (η)

11.07.2013

εθνική (η)

16.10.2013

ερτ (η)

12.06.2013

ζίζεκ (ο)

22.05.2013

Θεός (ο)

31.01.2014

ρομά (ο)

23.10.2013

σαμαράς (ο)

29.05.2013

Πιο πρόσφατα

3
Button to top