«Άδικα περιμένουν οι νεκροί στις επιτύμβιες στήλες» (πίνακας: Sorrowing Old Man, Vincent Van Gogh).

Γιάννης Ρίτσος, «Αδικα»

Άδικα περιμένουν οι νεκροί στις επιτύμβιες στήλες (όσοι πρόφτασαν
κι απόχτησαν μια τέτοια, ή που δεν τους την έσπασαν), άδικα
με κείνο τους το σκεύος για σπονδές ολότελα άδειο· — περιμένουν
κάποιον να θυμηθεί μια πράξη τους, μέσα στις τόσες, κάποιον να προσφέρει
όχι τροφές και στεφάνια, μόνον μια ματιά στα γυμνά μέλη τους, γιατί, τα βράδια,
τώρα που μπαίνει η άνοιξη με τα πολλά πουλιά της και τα φύλλα, αβάσταχτη
γίνεται η μοναξιά, τόσο που, απόψε, σεργιανώντας στο προαύλιο
με μιαν ολόλευκη, περίσκεπτη πανσέληνο, ξάφνου ο Βαγγέλης
αποτραβήχτηκε απ’ τη συντροφιά μας, στάθηκε κάτω απ’ τα δέντρα,
κάτι ψιθύρισε σα δέηση μυστική, κι έβγαλε τα παπούτσια του (τα μόνα
που του ’μεναν — τρύπια κι αυτά) και με μια κίνηση ντροπαλή τα κατάθεσε
ευλαβικά σ’ έναν αόρατο τάφο — ίσως του Ορέστη ή της Ηλέκτρας.

Λέρος, 22.III.68


 

«Έρχεται ο θάνατος και κάθεται δίπλα μου» (φωτογραφία: The Death of Cleopatra, Juan Luna).

Χρίστος Λάσκαρης, «Έρχεται ο θάνατος»

Έρχεται ο θάνατος και κάθεται δίπλα μου,
τελευταία
όλο και πιο συχνά έρχεται
και κάθεται δίπλα μου

κάθεται αμίλητος,
με το χέρι του
πάνω στο γόνατό μου.


 

«Η πόρτα που άνοιξες με τόσο πάθος άνοιξε στο θάνατο» (πίνακας: Doña Juana “la Loca”, Francisco Pradilla).

Μίλτος Σαχτούρης, «Η πόρτα»

Η πόρτα που άνοιξες με τόσο πάθος
άνοιξε στο θάνατο
και δε μπορούν να τον σκεπάσουν τρία λουλούδια
και δε μπορούν να τον ξορκίσουν

τα ζαχαρένια μάγουλα του κοριτσιού
πίσω απ’ την πόρτα
πίσω απ’ την πόρτα το κορίτσι γδύνεται στον άνεμο
τα κυπαρίσσια ψιθυρίζουνε μια προσευχή χιονιού
βογκάει λυγάει τα κλαδιά ο βοριάς ο μαύρος

οι ξυλοκόποι χάθηκαν στη θάλασσα
χλωμά καΐκια κατεβάσαν τις σημαίες τους
σάλπιγγες στο βυθό σημάνανε το τέλος
ενώ στο λιμάνι βγαίνουν κυριακάτικο περίπατο
γυναίκες μες στα μαύρα σέρνουν τ’ αγόρια τους

πεταλωτές παιδεύουνε τ’ άμοιρα τ’ άλογά τους
άγριες λατέρνες μαχαιρώνουνε τα ντέφια τους
παιδιά πουλάνε κοκοράκια κόκκινα σα χιόνι
καράβια και πουλιά σφυρίζουν φεύγουνε
κατάρτια ανοίγουν δρόμο ανάμεσα από τ’ άστρα

η πόρτα που άνοιξες με προσοχή
έχει άλλες χίλιες πόρτες πίσω της
πίσω από κάθε μια και μια κραυγή
πίσω από κάθε μια κι ένα στητό κορίτσι


 

«Η αιωνιότητα κρατάει τόσο λίγο» (πίνακας: The Death of Seneca, Manuel Domínguez Sánchez).

Αντώνης Φωστιέρης, «Το θα και το να του θανάτου»

Έτσι λοιπόν χωρέσανε στα μάτια σου τόσες κοινές ασήμαντες εικόνες
Ποιος θα ’χει χρόνο κάποτε να βυθιστεί στη λίμνη μιας ανάμνησης
Η αιωνιότητα κρατάει τόσο λίγο
Όμως, δε γίνεται, θα υπάρχει κάπου μια μικρή δικαιοσύνη να εξηγεί
Με ποιες προθέσεις φεύγει ένας άνθρωπος
Με πόσα θα και πόσα να που ψιθυρίζει ο θάνατος
Σβήνει ασυλλόγιστα ολόκληρη ζωή
Αφού, το ξέρεις, ένα μόλις δευτερόλεπτο αρκεί
ν’ αλλάξουν τώρα δυο φτερά τη ρότα τους
Και, μην ακούς, τα δευτερόλεπτα πληρώνονται ακριβά
Γι’ αυτό κι ο άνθρωπος εκείνος φεύγει απένταρος
Με τον πνιγμένο ρόγχο ενός κυνηγημένου
Λεπτά χρειάστηκε λεπτά
Χιλιάδες δευτερόλεπτα
Για ν’ αγοράσει τι; ασήμαντες εικόνες
Μα πώς μπορεί να ξεχρεώσει τώρα πού να δανειστεί
Πόσες εικόνες να πουλήσει απ’ την ανάμνηση
Μια δυναστεία εικόνες παλιωμένες
Γεννοβολάνε τα λεπτά κι ο τόκος βγαίνει αβάσταχτος∙
Κανείς λοιπόν δεν έχει να πληρώσει;


 

«Ας κοιμηθούμε κάτω από το φως των αστεριών» (πίνακας: Weeping Nude, Edvard Munch).

Μαρία Λαϊνά, «Ετεροχρονισμός»

Ας πάμε τώρα
νεκρός εσύ
κι εγώ στην αγκαλιά σου
ας κοιμηθούμε κάτω
από το φως των αστεριών
που δεν υπάρχουν πια.

 

Διαβάστε ακόμα: Οι ποιητές μας για το ραδιόφωνο.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top