Κτίριο Team Disney του αρχιτέκτονα Arata Isozaki. Eίναι εμφανής ο συνδυασμός υλικών, υφών, χρωμάτων, αναλογιών, ποιοτήτων, σχεδίων (patterns).

Δεν νοείται ένας αρχιτέκτονας να μην ντύνεται “ορθά”! Χρησιμοποιώ τον όρο αυτό μεταφορικά, εννοώντας πως η εμφάνισή του οφείλει να υπόκειται σε βασικούς κανόνες καλαισθησίας, καταλληλότητας ανάλογα την περίσταση, πρωτοτυπίας ενδεχομένως.

Η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο θα πρέπει να αφορά έναν αρχιτέκτονα το ζήτημα της εικόνας (του), είναι , εκτιμώ, αυτονόητη, δεδομένης της φύσης του επαγγέλματος και της τεράστιας σημασίας που διαδραματίζει εκείνη στη διαμόρφωση του επιθυμητού αισθητικά αποτελέσματος, σε όλες τις πτυχές και εκφάνσεις της καθημερινότητάς του. Αρχικά, όμως, θεωρώ ότι αξίζει να θιχτεί το ζήτημα του παραλληλισμού της Αρχιτεκτονικής Σύνθεσης με την Ενδυματολογική, ή αλλιώς Ντύσιμο. Πρόκειται για μια συσχέτιση η οποία αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, και μια χειροπιαστή απόδειξη για το πόσο κοντά βρίσκονται στην πραγματικότητα δυο τομείς τους οποίους μεγάλο μερίδιο ανθρώπων, συνεπαγομένων και πολλών αρχιτεκτόνων, δυστυχώς, θεωρούν σε απόσταση, αυτός της Αρχιτεκτονικής με εκείνον της Μόδας.

Monsieur Blu Restaurant του αρχιτέκτονα Joseph Dirand. Έχουμε να κάνουμε με ρετρό κομψότητα με σύγχρονες πινελιές.

Αρχιτεκτονική Σύνθεση μπορεί να θεωρηθεί ο συνδυασμός κινήσεων, σχημάτων, γεωμετριών, αναλογιών, υλικών, υφών, ποιοτήτων σε συνάρτηση με το εκάστοτε περιβαλλοντικό πλαίσιο, με στόχο την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών στο χώρο, μέσω σχεδιασμού μεθόδων και υλικών κατασκευών. Λέξεις όπως κλίμακα, γεωμετρία, κίνηση, άξονες, ισορροπίες, αναλογίες, υφές, υλικά, ύφος, στυλ θα μπορούσαν να αναφέρονται εξίσου στην Αρχιτεκτονική Σύνθεση όσο και στο χώρο της Μόδας.

Σύμφωνα με τον Α. Μορουά, «Το Στυλ αποτελεί την σφραγίδα του ταμπεραμέντου πάνω στο διαθέσιμο υλικό».

Κάθε αρχιτέκτονας, σε όλη τη διάρκεια των σπουδών του αλλά και στη μετέπειτα επαγγελματική του καριέρα, έχει τη δυνατότητα να εκπαιδευτεί πάνω σε ζητήματα “Σύνθεσης”- και αναφέρω πως έχει τη δυνατότητα γιατί η γνώση, ως γνωστόν, δεν εμφυτεύεται με ένα μαγικό ραβδί αλλά προϋποθέτει επιθυμία και δεκτικότητα (έννοιες για τις οποίες θα αναφερθώ στην πορεία). Ο εκάστοτε αρχιτέκτονας, επομένως, είχε τη δυνατότητα να “εκπαιδευτεί” στα “Χρώματα”, στις “Υφές”, στις “Κλίμακες”, στα “Υλικά”, στην “Γεωμετρία”, στις “Αναλογίες” και στη διαμόρφωση ενός προσωπικού “Ύφους”, “όπλα” που οφείλει να χρησιμοποιεί καθημερινά και σε πλήρη “αρμονία” μεταξύ τους προκειμένου να πράττει αυτό που ονομάζεται “Αρχιτεκτονική Σύνθεση”, βασικό και αναπόσπαστο κομμάτι της αρχιτεκτονικής του υπόστασης.

Βιβλιοθήκη Oita Prefectural, του αρχιτέκτονα Αrata Isoszaki. Αποχρώσεις, φόρμες και υφές του γκρι σε μπρουτάλ υπόβαθρο.

Πώς σχετίζεται όμως η Αρχιτεκτονική Σύνθεση με την Ενδυματολογική Σύνθεση, τη Μόδα και το Στυλ; Σύμφωνα με τον Α. Μορουά, “Στυλ αποτελεί την σφραγίδα του ταμπεραμέντου πάνω στο διαθέσιμο υλικό”. Ενστερνίζομαι τη συγκεκριμένη άποψη, και θεωρώ ότι Ενδυματολογικό Στυλ – Ενδυματολογική Σύνθεση, όπως την ονομάζω, ειδικότερα, δεν είναι τίποτα άλλο από μια mini Αρχιτεκτονική Σύνθεση σε κλίμακα 1:1!

Και αν μια αξιόλογη Αρχιτεκτονική Σύνθεση, προϋποθέτει το βέλτιστο συνδυασμό σχημάτων, αναλογιών, γεωμετριών, χρωμάτων, υλικών, ποιοτήτων, υφών και άλλα, πάντα σε απόλυτη συνάρτηση με το εκάστοτε περιβαλλοντικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται, τα ίδια ακριβώς στοιχεία απαιτούνται για τη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης Ενδυματολογικής Σύνθεσης. Η μόνη διαφορά έγκειται στο ότι στην Αρχιτεκτονική, περιβαλλοντικό πλαίσιο αποτελεί το εκάστοτε Τοπίο, Οικόπεδο, Περιβάλλον ενώ για την Ενδυματολογική Σύνθεση, “περιβαλλοντικό πλαίσιο” αποτελεί το εκάστοτε Άτομο, Σώμα, Σωματότυπος, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις μοναδικές αναλογίες του.

Ο αρχιτέκτων και Fashion Advisor του Design Ambassador, Νικόλας Μπαρελιέ.

Τα προαναφερθέντα βρίσκονται πάντα σε συσχέτιση με παραμέτρους όπως Διάθεση, Εποχή, Καιρός, Περίσταση και φυσικά Προσωπικότητα και Ιδιοσυγκρασία. Όπως, λοιπόν, διαφορετική Αρχιτεκτονική Σύνθεση θα προταθεί σε ένα παραθαλάσσιο οικόπεδο στην Χαβάη, σε σχέση με ένα στο κέντρο της Αθήνας, με την ίδια λογική μια διαφορετική Ενδυματολογική Σύνθεση θα προκύψει για έναν νεαρό γυμνασμένο άντρα, σε σχέση με έναν μεσήλικα με παραπανίσια κιλά.

Στη συνέχεια, θα επικεντρωθώ σε κάποιους όρους, οι οποίοι διαδραματίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο και στις δύο περιπτώσεις. Όσον αφορά στο Χρώμα, είναι γνωστό από τη “Θεωρία Χρώματος” ότι το κάθε χρώμα προκύπτει από συγκεκριμένους συνδυασμούς των τριών βασικών, του κόκκινου, του κίτρινου και του μπλε, τα οποία αποτελούν και τη βάση- κέντρο του Χρωματικού Κύκλου του Ίτεν. Κάθε ένα από τα χρώματα “δένει” αισθητικά και αναδεικνύεται με το βέλτιστο δυνατό τρόπο εφόσον τοποθετηθεί δίπλα σε συγκεκριμένα άλλα χρώματα, προκαλώντας στον εκάστοτε θεατή διαφορετικά συναισθήματα. Άλλωστε, χρώμα και συναίσθημα είναι δύο έννοιες, ανέκαθεν, άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους.

Δείγμα Εσωτερικής Διακόσμησης από το γραφείο Amy Lau Design. Χρωματικές αντιθέσεις και διακοσμητικά στοιχεία.

Οι αρχιτέκτονες καλούνται να πάρουν αποφάσεις σχετικές με τη χρωματική παλέτα, κυρίως όταν έρχονται αντιμέτωποι με ζητήματα που αφορούν το σχεδιασμό κτιριακών όψεων, ή εσωτερικής διακόσμησης. Όπως, όμως, οφείλουν να γνωρίζουν άριστα τα ζητήματα χρώματος, ταυτόχρονα θα πρέπει να είναι σε θέση να τα εφαρμόζουν και σε χρωματικούς συνδυασμούς των δικών τους προσωπικών ενδυματολογικών επιλογών. Όσον αφορά την ενδυμασία, παράμετροι που μπορεί να καθορίσουν την ορθότερη επιλογή χρώματος, ανάλογα με το κάθε Άτομο μπορεί να αποτελέσουν, πέρα από τη διάθεση, ο τόνος του δέρματος, το χρώμα των μαλλιών, ο σωματότυπος (ανοιχτά χρώματα παχαίνουν, σκούρα λεπταίνουν κτλ). Στο σημείο αυτό αναρωτιέμαι, μήπως η προσωπική εικόνα του εκάστοτε αρχιτέκτονα θα έπρεπε να είναι ο καθρέφτης της “τέχνης” και του “στυλ” που εκπροσωπεί και πρεσβεύει;

Η Εικόνα μας είναι η πρώτη εντύπωση που δίνουμε στον εκάστοτε θεατή – εν δυνάμει υποψήφιο πελάτη ή εργοδότη, δίχως να αρθρώσουμε καν λέξη.

Σχετικά με τις Υφές, τα Σχέδια (Patterns), τις Ποιότητες, την Κλίμακα, τα Υλικά και τις Αναλογίες, όλα αυτά είναι ζητήματα με τα οποία ο Αρχιτέκτονας έρχεται σε καθημερινή επαφή, σε διαφορετικά στάδια της συνθετικής διαδικασίας του κάθε έργου. Έχοντας μάθει να χρησιμοποιεί, ταυτόχρονα πολλές φορές, όλες τις πιθανές κλίμακες εργασίας και “μεταπηδώντας” με ευχέρεια από τη μια στην άλλη, έχει σημαντικό πλεονέκτημα έναντι ενός σχεδιαστή ενδυμάτων, για παράδειγμα, ο οποίος έχει μάθει να μεγαλουργεί, ενδεχομένως, αποκλειστικά σε κλίμακα 1:1. Είναι επομένως κομβικό, θεωρώ, να αντιληφθεί ο κάθε αρχιτέκτονας και δημιουργός γενικότερα, ότι μια άρτια ενδυματολογικά και αισθητικά εικόνα, σύμφωνα με τις δικές του πάντα προσωπικές πεποιθήσεις περί αισθητικής, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ακόμα απλή μεταπήδηση κλίμακας. Μια , δηλαδή, εφαρμογή των συνθετικών του σκέψεων και νοήσεων περί αισθητικής σε ένα “Τοπίο” που προβάλει καθημερινά προς τα έξω, την Εικόνα του.

Κατοικία Olmos Park, από τους αρχιτέκτονες Ted Flato & David Lake. Αίσθηση ζεστασιάς, χαράξεις, αρμοί, πιέτες.

Η Εικόνα μας είναι η πρώτη εντύπωση που δίνουμε στον εκάστοτε θεατή-εν δυνάμει υποψήφιο πελάτη ή εργοδότη, δίχως να αρθρώσουμε καν λέξη. Εάν η εικόνα αυτή αποπνέει δυναμισμό, επιμέλεια, σιγουριά τότε έχει επιτευχθεί μια θετική πρώτη εντύπωση, η οποία αν συμπληρώνεται από ουσία, επαγγελματισμό, ταλέντο και συνέπεια, τότε διαμορφώνει ένα ελκυστικό πακέτο για τον οποιοδήποτε εργοδότη-πελάτη θελήσει να μας εμπιστευτεί. Σύμφωνοι, το δεύτερο σκέλος, εκείνο της “Ουσίας”, έχει περισσότερη βαρύτητα από αυτό της Εικόνας, η οποία όμως δεν θα πρέπει να θεωρείται σαν ένα απλό διακοσμητικό περιτύλιγμα, αλλά ως μια μορφή έκφρασης της Ουσίας, ως μια Δήλωση σχετικά με το περιεχόμενο του Ατόμου που την εκπροσωπεί, μια εξωτερίκευση της αισθητικής του υπόστασης.

Σε αυτό το σημείο προκύπτουν δύο μεγάλα ερωτήματα, τα οποία, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να είναι ρητορικά, αυτά της επιθυμίας και της δεκτικότητας. Πόσο θέλει, λοιπόν, ο εκάστοτε αρχιτέκτονας να αλλάξει την Eνδυματολογική του Εικόνα, και πόσο δεκτικός είναι σε αυτές τις αλλαγές; Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα θα έπρεπε να θεωρούνται αυτονόητες και θα εξηγήσω γιατί. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι ένας δημιουργός δεν επιθυμεί να έχει μια προσεγμένη εικόνα, σύμφωνα πάντα -και το τονίζω- με τα δικά του αισθητικά κριτήρια, τα οποία όμως δεν θα πρέπει να παραμένουν στάσιμα, αλλά να εξελίσσονται διαρκώς, όπως θα πρέπει να εξελίσσεται και να βελτιώνεται και ο ίδιος, ως Άνθρωπος, ως Αρχιτέκτονας, ως Άτομο.

Όλα τα παραπάνω έχουν ακόμα ιδιαίτερη σημασία, σε μια εποχή που η εικόνα διαδραματίζει κομβικό ρόλο στην καθημερινότητά μας. Και όσον αφορά στο ζήτημα της αρεσκείας, γιατί θα βρεθούν αρκετοί που θα πουν “εμένα μου αρέσει η εικόνα μου, μου αρέσουν τα ρούχα μου κτλ”, παραθέτω ένα συμβάν από το πρώτο εξάμηνο του μαθήματος “Αρχιτεκτονική Σύνθεση” κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών μου σπουδών, όπου ένας από τους καθηγητές, μάς ανέφερε ότι δε νοείται σε μια σχολή Αρχιτεκτονικής να ειπωθεί ξανά η έκφραση “μου αρέσει ή δεν μου αρέσει”.

Κατοικία από τον αρχιτέκτονα Vincent Van Duysen. H αισθητική της απλότητας.

Ο αρχιτέκτονας οφείλει να είναι σε θέση να αιτιολογεί με αισθητικά κριτήρια και επιχειρήματα την οποιαδήποτε απόφασή του, διότι το “αρέσει ή δεν μου αρέσει” οδηγεί σε φαύλο κύκλο συζητήσεων και αφορά σε άτομα που ουδεμία σχέση έχουν με το αντικείμενο. Υπάρχουν πολλά  πιθανά “μου αρέσει”, απλά στις περισσότερες των περιπτώσεων αυτό που λείπει είναι η επίγνωση της ύπαρξης εναλλακτικών, και ίσως ανώτερων αισθητικά, επιλογών. Όπως ένα μικρό παιδί, το οποίο αρνείται να φάει το φαγητό του, προφασιζόμενο ότι δεν του αρέσει, χωρίς καν να το έχει δοκιμάσει, με παρόμοιο τρόπο αρκετοί χρησιμοποιούν την ίδια δικαιολογία στο κομμάτι της αισθητικής και της εμφάνισης, απλά και μόνο επειδή δεν έχουν μπει σε αυτή την ευχάριστη διαδικασία αναζήτησης προσωπικού Ύφους και Στυλ.

Καταλήγοντας, θέλω να επισημάνω ότι ο Αρχιτέκτονας είχε τη δυνατότητα να “εκπαιδευτεί” πλήρως πάνω σε όλα εκείνα τα “συνθετικά ζητήματα”, ούτως ώστε να βρίσκεται σε θέση να παρουσιάζει άρτιες, αισθητικά, εικόνες Ενδυματολογικής Άποψης, Ύφους και Στυλ. Το μόνο, λοιπόν, που απομένει, κατά την ταπεινή μου γνώμη,  είναι να γίνει αντιληπτή αυτή η εννοιολογική συσχέτιση των δύο κλάδων (Αρχιτεκτονική – Μόδα), να γίνει αυτό το “Κλικ” – “Μεταπήδηση Κλίμακας” όπως αναφέρω πιο πάνω, ούτως ώστε ο αρχιτέκτονας να αντικρίσει επιτέλους έννοιες όπως Στυλ και Ενδυματολογική Σύνθεση υπό ένα αρχιτεκτονικό πρίσμα.

 

// O Νικόλας Μπαρελιέ είναι αρχιτέκτων, Msc in Architectural Synthesis, Fashion Advisor του Design Ambassador.

 

Διαβάστε ακόμα: Ο μεγαλύτερος εικονογράφος των ΗΠΑ και τροβαδούρος της ανδρικής κομψότητας. 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top