Mπορεί να μην είχε κάποιο ιδιαίτερο στυλ στα ρούχα, εντούτοις διέθετε τον απαραίτητο αέρα να τα κάνει ξεχωριστά πάνω του.

Η πρώτη εικόνα: η σπαρακτική φωνή του στο «Ηθοποιός σημαίνει φως» του Μάνου Χατζιδάκι που γράφτηκε το 1962 για τις ανάγκες της μουσικής παράστασης «Οδός Ονείρων» που ανέβηκε στο Θέατρο Μετροπόλιταν.

Η δεύτερη εικόνα: το λυγμικό «Σ’ αγαπώ» προς την απούσα Έλλη Λαμπέτη στην «Κάλπικη Λίρα» όταν ο φτωχός και μόνος ζωγράφος αναπολεί τον χαμένο έρωτά του.

Από εκεί και πέρα, ο καθένας μπορεί να ανακαλέσει όποια εικόνα επιθυμεί για τον Δημήτρη Χορν. Αλλωστε, έχουμε να κάνουμε με μια grande φυσιογνωμία που κατάφερε να μεταφέρει στο ελληνικό θεατρικό σανίδι ένα βρετανικό φλέγμα (καίτοι δεν είχε καμία σχέση με τη Γηραιά Αλβιόνα), μια λεπταίσθητη αριστοκρατικότητα, κάτι το αυθεντικά αστικό σε μια χώρα που εκεί τα χρόνια (από το ’50 και βάλε) μάλλον επαρχιακός θίασος θύμιζε.

«Πολλοί με ρωτούν αν το Χορν είναι το πραγματικό μου όνομα ή αν είναι ψευδώνυμο. Ομολογώ ότι αυτή η ερώτηση μ’ έχει πολύ ταλαιπωρήσει».

Απόμακρος, ιδιαίτερος, ενίοτε κυνικός, με σπινθηροβόλες ατάκες και αποφθέγματα που λέγονται ακόμη και σήμερα, έως και πλακατζής. Ένας ηθοποιός που για άλλους ήταν η επιτομή του σπουδαίου και για άλλους κατώτερος της περσόνας του. Φίλος καρδιακός του Κωνσταντίνου Καραμανλή, άνθρωπος των σαλονιών, αλλά και των αλωνιών. Ναι, ο καθένας έχει το δικαίωμα να κρατήσει όποια εικόνα του Χορν επιθυμεί.

Ο ίδιος είπε κάποτε για τον εαυτό του προσπαθώντας να σκιαγραφήσει μια μικρή αυτοβιογραφική πινελιά: «Γεννήθηκα το 1921, στις 9 Μαρτίου, στην Αθήνα, Ο πατέρας μου λεγόταν Παντελής και η μητέρα μου Ευτέρπη. Έχω έναν αδελφό, τον Γιάννη, δέκα χρόνια μεγαλύτερό μου. Εγώ ήρθα στη ζωή μετά το θάνατο του μοναδικού κοριτσιού που είχαν οι γονείς μου, της Νανάς. Ο Γιάννης και η Νανά είχαν διαφορά ενός έτους. Όταν πέθανε η Νανά, σε ηλικία επτά ετών, ο πατέρας και η μητέρα θέλησαν να την αντικαταστήσουν. Περίμεναν, λοιπόν, ότι το παιδί που θα ‘ρθει θα είναι κορίτσι. Δυστυχώς, δεν ήταν. Ήμουν εγώ!

Πρωτοπάτησε το σανίδι από μωρό.

Πολλοί με ρωτούν αν το Χορν είναι το πραγματικό μου όνομα ή αν είναι ψευδώνυμο. Ομολογώ ότι αυτή η ερώτηση μ’ έχει πολύ ταλαιπωρήσει. Είναι, όμως φυσικό να γεννιέται αυτή απορία στους ανθρώπους, αφού το όνομα Χορν δε μοιάζει καθόλου ελληνικό, Ναι, η καταγωγή μου από τη μεριά του πατέρα μου δεν είναι ελληνική. Ο παππούς μου ήταν Αυστριακός. Οι Χορν δεν είμαστε από τους Βαυαρούς που ήρθαν με τον Όθωνα. Ο πατέρας του πατέρα μου ήρθε πολύ αργότερα στην Ελλάδα. Ερωτεύτηκε τη γιαγιά μου, βέρα Ελληνοπούλα, και την παντρεύτηκε. Τα πρώτα χρόνια μετά το γάμο τους έζησαν στην Τεργέστη, Εκεί γεννήθηκαν και οι πατέρας μου και ο αδελφός του».

Παρά την αστική του καταγωγή, έζησε φτωχικά παιδικά χρόνια.

Αυτός ο ξεχωριστός Έλληνας που κουβαλούσε λίγο αυστριακό αίμα γεννήθηκε σε ένα ξενοδοχείο στην οδό Σταδίου. Το θέατρο ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του DNA του. Πώς θα μπορούσε αλλιώς; Ηταν γιος του γνωστού θεατρικού συγγραφέα Παντελή Χορν και της Ευτέρπης Αποστολίδη. Η νονά του ήταν η Κυβέλη, ενώ η Μαρίκα Κοτοπούλη τον είχε από μικρό υπό τις αγκάλες της, καθώς υπήρξε στενή φίλη των γονιών του.

Παρά την αστική του καταγωγή, έζησε φτωχικά παιδικά χρόνια. «Θυμάμαι ότι υπήρχε μια εποχή που τρυπούσαν τα παπούτσια μου και έβαζα χαρτόνια από τσιγάρα για να τα κλείσω. Πιστέψτε με, δε με έβλαψε σε τίποτα αυτό», είχε εξομολογηθεί σε μια από τις πολλές συνεντεύξεις που έδωσε.

Το άρωμα του σανιδιού το γεύτηκε από πάρα πολύ νωρίς. Πρωτοεμφανίστηκε στην σκηνή, μωρό, στην αγκαλιά της νονάς του, Κυβέλης, στο έργο «Γειτόνισσες» σε σκηνοθεσία του πατέρα του. Δεύτερη εμφάνιση για τον μικρό «Τάκη» θα γίνει σε ηλικία 4 ετών και πάλι με τη νονά του, στο έργο «Νόρα» του Ίψεν, όπου έπαιζε ένα από τα παιδιά της ηρωίδας.

Το 1937 εισήχθη στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, δίνοντας εξετάσεις με το ποίημα του Βάρναλη, «Οι μοιραίοι».

Η τρίτη του εμφάνιση θα έρθει δέκα χρόνια αργότερα, σε ηλικία 14 ετών, στον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, στο θερινό θέατρο Παρκ, στην παράσταση «Μαμά Κολιμπρί» του Μπατάιγ. «Όταν ήμουν δεκατεσσάρων χρονών (…), στο θερινό θέατρο Παρκ, της οδού Χέυδεν, όπου ήταν εγκατεστημένος ο θίασος της μεγάλης Μαρίκας, ανέβασαν τη “Μαμά Κολιμπρί” του Μπατάιγ. Το έργο ήθελε κι ένα νέο της τότε ηλικίας μου και πήγα. Αυτή μάλιστα η εμφάνισή μου ενίσχυσε αφάνταστα τη διάθεση που είχα ήδη αρχίσει να έχω αναφορικά με το θέατρο. Και θα μου μείνει αξέχαστη αυτή η πρώτη μου επικοινωνία από τη σκηνή με το κοινό», είχε πει ενθυμούμενος τα πρώτα του βήματα στο θεατρικό σανίδι.

Η σχέση του Δημήτρη Χορν με τον κινηματογράφο ξεκινάει το 1943 στην ταινία «Η φωνή της καρδιάς».

Το 1937 εισήχθη στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, δίνοντας εξετάσεις με το ποίημα του Βάρναλη, «Οι μοιραίοι». Πέρασε, αν και δεν το περίμενε. Από εκείνη τη στιγμή θα αρχίσει να ανεβαίνει συνεχώς τα σκαλιά της επιτυχίας. Στο ρεπερτόριό του έχει όλους τους κλασικούς ρόλους που μπορεί να ονειρευτεί ένας ηθοποιός.

Η σχέση του Δημήτρη Χορν με τον κινηματογράφο ξεκινάει το 1943 στην ταινία «Η φωνή της καρδιάς» του Δημήτρη Ιωαννόπουλου. Πρόκειται για την πρώτη ταινία που γυρίστηκε μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα, καθώς και η πρώτη παραγωγή της «Φίνος Φιλμ».

Το 1953 ο Χορν ζητάει από τον Μιχάλη Κακογιάννη να γράψει το σενάριο για μία ταινία στην οποία θα πρωταγωνιστεί ο ίδιος μαζί με τον Γιώργο Παππά και την Έλλη Λαμπέτη, με στόχο να διαφημίσει τον θίασο που είχαν δημιουργήσει. Έτσι στις 11 Ιανουαρίου του 1954 κάνει πρεμιέρα η πρώτη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη με τίτλο «Κυριακάτικο ξύπνημα». Αξίζει να αναφερθεί, ότι τα εσωτερικά γυρίσματα γίνανε σε στούντιο της Αιγύπτου.

Με την Έλλη Λαμπέτη.

Ακολουθούν οι ταινίες «Κάλπικη λίρα» του Γιώργου Τζαβέλλα, το 1955 – η πρώτη μεγάλη ελληνική ταινία με διεθνή επιτυχία και πολλές διακρίσεις – και «Το κορίτσι με τα μαύρα» του Μιχάλη Κακογιάννη, το 1956. Το 1958 ο Δημήτρης Χορν, υποδύεται τον Κλέωνα, ένα φτωχό και δειλό υπάλληλο τραπέζης που ερωτεύεται την ερωμένη του αφεντικού, χωρίς ανταπόκριση. Ένα λογιστικό λάθος, όμως, φέρνει στα χέρια του 1.101.101,10 δραχμές κι έτσι καταφέρνει να κερδίσει την καρδιά της αγαπημένης του. Μιλάμε για την ρομαντική κωμωδία «Μια ζωή την έχουμε» σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιώργου Τζαβέλλα, ντυμένη με την υπέροχη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι.

Ο Χορν υπήρξε ο άντρας που αγάπησαν οι γυναίκες. Θα μπορούσε να γραφτούν κεφάλαια ολόκληρα για τις σχέσεις του.

Η κινηματογραφική επιτυχία του Χορν συνεχίζεται με την ταινία «Μια του κλέφτη» του Δημήτρη Ιωαννόπουλου το 1960 και, φυσικά, το 1961 με την ταινία «Αλίμονο στους νέους» σε σενάριο των Α. Σακελλάριου και Χρ. Γιαννακόπουλου. Η υπόθεση είναι μια παραλλαγή του μύθου του Φάουστ και ο Δημήτρης Χορν κερδίζει το βραβείο α’ αντρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης την ίδια χρονιά.

Ο Χορν υπήρξε ο άντρας που αγάπησαν οι γυναίκες. Θα μπορούσε να γραφτούν κεφάλαια ολόκληρα για τις σχέσεις του που πέτυχαν και για τις άλλες που δεν ευδοκίμησαν.

«Aπό τα έξι χρόνια μου και μετά δεν μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου να μην είναι ερωτευμένος, δηλαδή συγκινημένος με κάποιο πρόσωπο. Θα ‘λεγα πως ήμουν ερωτευμένος με τον έρωτα… Eνώ δηλαδή ήμουν ένα πολύ κεφάτο παιδί, ξαφνικά, μελαγχολούσα φοβερά κι έγραφα θλιμμένα ποιήματα. Mε μελαγχολούσαν αυτοί οι έρωτες… Ή η ζωή», είχε δηλώσει.

Με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Η Έλλη Λαμπέτη κατέχει δικαιωματικά σημαντική θέση, καίτοι ο ίδιος επέμενε πως εκείνη η σχέση δεν του χάραξε τη ζωή. Οι δυο τους γνωρίστηκαν στη δραματική σχολή της Μαρίκας Κοτοπούλη. Φιλιόντουσαν για τις ανάγκες του έργου «Κάλπικη λίρα» που συμπρωταγωνιστούσαν και κάπως έτσι γεννήθηκε μια σχέση που κράτησε επτά ολόκληρα χρόνια. Ο σκηνοθέτης Μιχάλης Κακογιάννης είχε πει κάποτε, πως όταν οι δύο ηθοποιοί είχαν γύρισμα, προσπαθούσε να τους κρατήσει χωριστά τις νύχτες ώστε να μην είναι εξαντλημένοι την επόμενη μέρα στη δουλειά. Μετά το 1959 που χώρισαν ο ένας δεν αναφέρθηκε σχεδόν ποτέ ξανά στον άλλον.

Η επιστολή της Εντίθ Πιάφ.

Παντρεύτηκε δύο φορές. Την Ρίτα Φιλίππου (Κόρη αστικής οικογένειας επιπλοποιών της εποχής) και την Άννα Γουλανδρή (χήρα Παπάγου). Η δεύτερη γυναίκα του, ήταν και αυτή που τον σημάδεψε. Ωστόσο, ένα διεθνές ειδύλλιο είναι αυτό που θα γράψει τη δική του ιστορία. Η Εντιθ Πιάφ ξετρελάθηκε μαζί του, τον ερωτεύτηκε παράφορα.

Mια επιστολή του 1946, γραμμένη από την Εντίθ Πιαφ με παραλήπτη τον Δημήτρη Χορν, φέρνει στην δημοσιότητα έναν έρωτα, τουλάχιστον από την πλευρά της Γαλλίδας τραγουδίστριας.  «…Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τη ζωή μου και η ζωή μου είσαι εσύ. Σ’ αγαπώ όπως δεν αγάπησα ποτέ κανέναν, Τάκη… Μη μου ραγίσεις την καρδιά», του έγραφε επιβεβαιώνοντας, όπως όλα δείχνουν, έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. «Τάκη μου, δεν μπορείς να ξέρεις σε ποιο βαθμό δυσκολεύομαι προσπαθώντας να αντιμετωπίσω την κατάσταση λογικά, αλλά δεν τα καταφέρνω».

Η γνωριμία τους είχε γίνει εκείνη την ίδια χρονιά, κατά τη διάρκεια μιας σύντομης επίσκεψης της Πιάφ στην Αθήνα, για ένα ρεσιτάλ στο θέατρο Κοτοπούλη. Ο Χορν ήταν 25 κι εκείνη λίγο πάνω από τα τριάντα. «Πιστεύω πως μπορώ να σε κάνω ευτυχισμένο και πως σε καταλαβαίνω. Νιώθω έτοιμη να παρατήσω τα πάντα για σένα». Δεν χρειάστηκε. Ολος ο έρωτας ήταν μια επιστολή κι ένα τηλεγράφημα.

Η Άννα Γουλανδρή.

Ο Χορν, όμως, θα θαμπωθεί από μάτια της Άννα Γουλανδρή. Γόνος της μεγάλης εφοπλιστικής οικογένειας και κόρη του Νικόλα Γουλανδρή. Μαζί με τον Χορν έφτιαξαν το Ιδρυμα Γουλανδρή-Χορν που είχε τα ονόματά τους, στους Αέρηδες στην Πλάκα. Εζησαν παντρεμένοι είκοσι χρόνια, ως τον θάνατό της, το 1988. Ο Χορν δυσκολεύθηκε πολύ να ξεπεράσει την απώλεια. Η τελευταία γυναίκα που σημάδεψε τη ζωή του ήταν η Δέσποινα Γερουλάνου.

Φιλοπαίγμων και ιδιαίτερος, ο Χορν αγαπούσε και θαύμαζε τον Μάνο Χατζιδάκι ήταν στενός φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Θεωρούσε ότι ο καλύτερος ρόλος του ήταν ο Τρελός από την «Δωδέκατη Νύχτα» του Σαίξπηρ.

Μπορούσε να ντυθεί με καμπαρντίνα και καπέλο λες και έβγαινε από ταινία νουάρ ή να είναι ντυμένος με pied de pule και prince de galles σακάκια.

Λάτρευε τον Λογοθετίδη, τον Μπαχ, τον Μότσαρτ. Του άρεσε ο Λένον. Ελεγε αστεία, ανέκδοτα, ήταν χαριτωμένος άνθρωπος της παρέας. «Ο κόλακας και ο κόρακας σε ένα στοιχείο διαφέρουν, το “λ” και το “ρ”. Ο κόρακας τρώει πτώματα, ο κόλακας σε τρώει ζωντανό».

Στις ταινίες τον βλέπουμε ντυμένο στην πένα, εντούτοις θα πρέπει να πούμε πως δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο προσωπικό στιλ. Απλώς, εκείνα τα επαρχιώτικα χρόνια της παλαιάς Αθήνας, ο Χορν ξεχώριζε για τον αέρα του. Υπήρχε έλλειψη σε τζέντλεμεν ευρωπαϊκού τύπου. Επομένως, ό,τι και να φορούσε το έκανε να μοιάζει ξεχωριστό. Μπορούσες να τον δεις να φοράει σμόκιν με παπιγιόν σαν γάτος, και λίγα χρόνια μετά ροζ πουκάμισο με χρυσή αλυσίδα στο χέρι σε εποχές… ΠΑΣΟΚ.

Μπορούσε να ντυθεί με καμπαρντίνα και καπέλο λες και έβγαινε από ταινία νουάρ ή να είναι βρετανικά τυλιγμένος σε αδρά pied de poule και prince de galles σακάκια. Δανδής δεν ήταν αλλά τουλάχιστον τα ρούχα του τα φορούσε, δεν τον φορούσαν.

Ο άνθρωπος που είπε πως η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, αλλά συνεχώς ξεψυχάει, πέθανε σαν σήμερα (16 Ιανουαρίου 1998), χτυπημένος από τον καρκίνο. Δύσκολα θα ξεχαστεί το φλεγματικό του στυλ, ακόμα δυσκολότερα το θεατρικό και το κινηματογραφικό του έργο.

 

Διαβάστε ακόμα: Το σκοτεινό στυλ του Μ. Καραγάτση (1908–1960).

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top