Στον 44ο γύρο του καναδικού Grand Prix F1, στις 10 Ιουνίου 2007, ο μπροστινός τροχός της Sauber-BMW που οδηγούσε ο Robert Kubica χτύπησε τον πίσω τροχό της Toyota του Jarno Trulli με ταχύτητα πάνω από 300 km/h.
Το αγωνιστικό του Kubica απογειώθηκε, χτύπησε πρώτα με το πλάι την προστατευτική μπαριέρα στα δεξιά του, έσκασε στη συνέχεια με τη μύτη στον τοίχο, σύρθηκε τουμπάροντας ανάμεσα στα άλλα αυτοκίνητα προς την απέναντι πλευρά, όπου τελικά σταμάτησε. Όσοι παρακολουθούσαμε, είχαμε μείνει με κομμένη την ανάσα, αναζητώντας κάποιο ίχνος ζωής μέσα στα συντρίμμια…
Η ταχύτητα με την οποία το αυτοκίνητο του Πολωνού χτύπησε, κατάφατσα και με σφοδρότητα, τον τσιμεντένιο τοίχο ήταν τέτοια που το σώμα του υποβλήθηκε σε επιβράδυνση 75g (!), όταν ένα φρενάρισμα πανικού σ’ ένα σύγχρονο αυτοκίνητο δρόμου είναι 1g κι ένα φρενάρισμα αγωνιστικού F1 περίπου 5g.
Παρ’ όλα αυτά, ο Kubica βγήκε από το μονοθέσιο με μια ελαφρά διάσειση κι ένα στραμπουληγμένο αστράγαλο. Μόλις τρεις εβδομάδες αργότερα, στο γαλλικό GP, ο Robert επέστρεψε στο cockpit και τερμάτισε 4ος.
Fast Forward, εννέα χρόνια μετά, στο φετινό αυστραλιανό GP, πρώτον αγώνα της σεζόν, και στο ανατριχιαστικά παρόμοιο συμβάν, όπου η McLaren-Honda του Fernando Alonso απογειώθηκε μετά την επαφή της με τη Haas-Ferrari του Esteban Gutiérrez.
Μετά το οποίο, ο Alonso βγήκε απ’ ό,τι είχε μείνει από το αγωνιστικό του, και γρήγορα μάλιστα, γιατί γνώριζε πως η μητέρα του παρακολουθούσε την τηλεοπτική μετάδοση. Μόνος του, με μια ελαφρότερη διάσειση και χωρίς στραμπουληγμένους αστράγαλους.
Πρόκειται για δυο απίστευτες ιστορίες, των οποίων οι πρωταγωνιστές χρωστούν τη ζωή τους στους οδηγούς του χτες (που απαίτησαν να αλλάξουν τα πράγματα), στα αφεντικά του σπορ (που τους άκουσαν) και σε όσους βέβαια έχασαν τη ζωή τους κάνοντας αυτό που αγαπούσαν. Με την ασφάλεια των οδηγών να είναι πλέον το πρώτο θέμα στην agenda της F1.
Διαβάστε ακόμα – αυτοκίνητα-θρύλοι: Rolls-Royce London-Edinburgh Silver Ghost.
Δεν ήταν, όμως, πάντα έτσι. Κάποτε, όχι πολύ παλιά, ακόμη και στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, οι πιθανότητες να σκοτωθείς οδηγώντας σε αγώνες F1 ήταν μία στις τρεις! Ο θάνατος όχι μόνο παραμόνευε, αλλά ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του σπορ. Δεκαπέντε καλοί οδηγοί σκοτώθηκαν τη δεκαετία του ’50, 12 τη δεκαετία του ‘60, 10 του ‘70, 4 του ’80 και μόνο 2 τη δεκαετία του ’90.
Μάλιστα, αν δεν είχε συμβεί αυτή η δυστυχής αλληλουχία γεγονότων που στοίχισε τη ζωή στον Jules Bianchi στο ιαπωνικό GP του 2014, οι δυο τελευταίοι οδηγοί που έχασαν τη ζωή τους στην F1 ήταν ο Roland Ratzenberger και ο Ayrton Senna, το ίδιο μάλιστα Σαββατοκύριακο του 1994, στο GP του San Marino στην Imola.
Μας αρέσει δεν μας αρέσει, η F1 που παρακολουθούμε σήμερα ελάχιστη σχέση έχει με την F1 των δεκαετιών του ’50, του ’60, ακόμη και του ’70. Τότε, τα αγωνιστικά ούτε επιβραδύνονταν από αμμοπαγίδες, ούτε σταματούσαν σε «απορροφητικά» προστατευτικά. Τότε, όταν τα αυτοκίνητα έφευγαν από την πίστα, είτε γίνονταν σμπαράλια πάνω σε δέντρα, στύλους, σπίτια κ.λπ. είτε κατέληγαν ανάμεσα σε διαμελισμένους θεατές που στέκονταν αμέριμνοι και ανενημέρωτοι δίπλα ακριβώς από την πίστα.
Οι δε οδηγοί, όταν δεν φόραγαν κοντομάνικα μπλουζάκια, ήταν ντυμένοι με αραχνοϋφαντες, βαμβακερές φόρμες, «προστάτευαν» τα κεφάλια τους με «κάσκες» από δέρμα και φελλό, ενώ συνήθως δεν φόραγαν ζώνες.
Κι αυτό, γιατί με την παθητική ασφάλεια –ή μάλλον την έλλειψή της– των αγωνιστικών της εποχής θεωρούσαν πως ήταν ίσως καλύτερο να εκτοξευτούν μακριά από το αυτοκίνητο παρά να μείνουν εγκλωβισμένοι σ’ ένα παραμορφωμένο, και πολλές φορές φλεγόμενο, μεταλλικό κουφάρι.
Διαβάστε ακόμα: BMW Landspeeder – Η αναβίωση ενός θρύλου.
Την ασφάλεια των σημερινών αγώνων F1 –όσο βέβαια ασφαλές μπορεί να θεωρηθεί ένα τέτοιο αγωνιστικό περιβάλλον–τη χρωστάμε σε δυο κυρίως ανθρώπους. Ο ένας είναι ο Παγκόσμιος Πρωταθλητής και κύριος επικριτής ης ασφάλειας στη F1, από την εποχή μάλιστα που συμμετείχε (1965-1973), ο Sir Jackie Stewart.
Έναυσμα για να ξεκινήσει ο Σκοτσέζος τη μάχη, για να αναθεωρηθούν οι προδιαγραφές ασφαλείας ήταν το ατύχημά του στο βελγικό GP του 1966, στο Spa. Εκεί ήταν που, πλακωμένος από την αναποδογυρισμένη του BRM, μουσκεμένος βενζίνη, και με το προσωπικό ασφαλείας της πίστας ανήμπορο να τον βοηθήσει, είπε: «Ναι, αυτή είναι η δουλειά μου, αλλά δεν σκοπεύω και να πεθάνω απ’ αυτή».
Αν η συμβολή του Stewart, ως σεβαστού απ’ όλους τρις Παγκόσμιου Πρωταθλητή, ήταν καταλυτική, εξίσου σημαντική ήταν και κείνη του νευροχειρουργού Sid Watkins. Αυτό που, με τη δική του επιμονή, κατόρθωσε ο Βρετανός καθηγητής (έφυγε από τη ζωή το 2012 πλήρης ημερών) ήταν να μεταμορφώσει τη F1 από ένα σπορ όπου ο θάνατος ήταν και αναμενόμενος και αποδεκτός –με τους οδηγούς να προσπαθούν να τραβήξουν ο ένας τον άλλον από φλεγόμενα κουφάρια όσο δίπλα τους συνεχιζόταν ο αγώνας– σ’ ένα όπου τα θανατηφόρα ατυχήματα θεωρούνται στην ουσία παρελθόν.
Σύγχρονα κράνη, πυρίμαχες στολές, συστήματα HANS (Head and Neck Support), προστατευτικές μπαριέρες, αμμοπαγίδες, αυτοκίνητα ασφαλείας και ιατρικά, πλήρως εξοπλισμένα κέντρα πρώτων βοηθειών σε κάθε GP, πίστες με αυστηρά ελεγχόμενο περιβάλλον, ελικόπτερα εν αναμονή σε κάθε αγώνα και, πάνω απ’ όλα, εντυπωσιακά ασφαλέστερα αγωνιστικά, όλα χρωστούν την ύπαρξή τους πρωταρχικά στους δυο παραπάνω ακούραστους μαχητές.
Το έργο τους βέβαια συνεχίζεται από τη σημερινή γενιά οδηγών, κατασκευαστών και Αρχών του σπορ, με τις προτεραιότητες να παραμένουν η μείωση του κινδύνου και η αύξηση της ασφάλειας.
Μπορείς, όμως, να εξαλείψεις το ρίσκο από ένα σπορ με ταχύτητες πάνω από 300 km/h και ανοιχτά cockpit; Σίγουρα όχι. Σημαίνει αυτό πως πρέπει να σταματήσει η προσπάθεια; Φυσικά και όχι.
Διαβάστε ακόμα: Κοίτα! Χωρίς χέρια! Ή πόδια. Ή μάτια… Ήρθαν τα αυτοκίνητα χωρίς οδηγό.