Γαλλική φινέτσα, την οποία με κάποιο τρόπο την έχουμε δανειστεί κι εμείς και την έχουμε εντάξει στη γλώσσα μας (lepoint.fr).

Ο Αδαμάντιος Κοραής δεν αφήνει περιθώρια για αμφισβήτηση στο «Άσμα πολεμιστήριον»: «Γάλλοι και Γραικοί δεμένοι, με φιλίαν ενωμένοι, δεν είναι Γραικοί ή Γάλλοι, αλλ’ έν’ έθνος Γραικογάλλοι». Αυτά πριν από 219 χρόνια, σε άλλο context, μην στραβομουτσουνιάζετε: δεν πρόκειται να ανοίξω πολιτική συζήτηση. Απλώς θα καταθέσω με όσο χιούμορ μπορώ να διαθέσω -κάνω κράττει για αργότερα- τα δανεικά κι αγύριστα της εντόπιας ορολογίας της αντρικής ένδυσης από τη γαλλική. Αν αγαπητοί αναγνώστες (νομίζετε ότι) δεν μιλάτε γαλλικά, ήρθε η ώρα να μάθετε ότι χωρίς αυτά θα κλείνατε τα μαγαζιά (magasins) σας με… τορμοσυνάπτη (pas chic).

Αγκράφα. Από τη γαλλική λέξη agrafe που οι σύγχρονοι Γάλλοι χρησιμοποιούν για να δηλώσουν το συνδετήρα του συρραπτικού και τη γραβατοπιάστρα, αλλά ποτέ την πόρπη της ζώνης ή κάποιο μεταλλικό διακοσμητικό στοιχείο.

Γάντια. Της ξιφασκίας αν ασχολείστε με ευγενή σπορ, πλεκτά για να κρατούν τα χέρια σας ζεστά και σινιέ (signé) από μαλακό σαν βούτυρο δέρμα για σοφιστικέ (sophistiqué) στυλ (style). Από το γαλλικό gants.

Εσάρπα. Σε κίτρινο, μουσταρδί (moutarde) ή κόκκινο χρώμα, την écharpe την τίμησε και με το παραπάνω ο Αλέξανδρος Ιόλας. Ο Ηλίας Ψινάκης ακολούθησε ως κάτι παραπάνω από άξιος συνεχιστής της συγκεκριμένης ενδυματολογικής παράδοσης.

Ο Βενσάν Κασέλ και ο μπερές του. Ναι, σωστά: συνήθως κοιτάζουμε τις γυναίκες που βρίσκονται δίπλα του κι όχι τι φοράει (4.pictures.gi.zimbio.com).

Ζακέτα. Βλέποντάς σας με ασορτί (assorti) χαρτοφύλακα-σκαρπίνι, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι σας αρέσουν οι Iron Maiden. Από το jaquette που βγαίνει από το αρχαίο γαλλικό jaque.

Κασκόλ. Αν υπάρχει ελληνική λέξη για αυτόν τον πλεκτό «λαιμοδέτη», την αγνοώ. Λέτε αν δεν υπήρχαν οι Γάλλοι να είχαμε το λαιμό μας γυμνό και έκθετο στο κρύο; Δεν νομίζω. Στα σύγχρονα γαλλικά, πάντως, το cache-col σαν λέξη είναι ντεπασέ (depassé, και όχι πασέ) και έχει σχεδόν αντικατασταθεί από το foulard.

Σκέτο papillon είναι η πεταλούδα, λεπιδόπτερο με το οποίο ταυτίστηκε η Mariah Carey και όνομα εργοστασίου στο οποίο έβγαλε μεροκάματα η Lady D.

Ζαν Πολ Μπελμοντό μετά της ρόμπας του και ο Αλέν Ντελόν με τους νουαρίστικους (sic) τόνους του καπέλου και της καπαρντίνας του

Κοτλέ. Μαζί με το σουέντ -που μας προέκυψε από τα σουηδικά γάντια (gants de Suède)- έχει ταυτιστεί όσο κανένα άλλο ύφασμα με τα 70’s και την αισθητική των ταινιών του Wes Anderson. Στo Le Bon Marché θα το ζητήσετε ως velours côtelé.

Μαγιό. Από το maillot de bain. Στο Παγκράτι των 80’s που μεγάλωσα -προ «και καλά» ξε-βλαχέματος της «και καλά» μεσοαστικής τάξης- το λέγαμε και μπανιερό, αλλά στα σύγχρονα ελληνικά η λέξη είναι ντεμοντέ (démodé).

Μαρινιέρα. Σήμα-κατατεθέν βαρκάρηδων και camp γκέι φαντασιώσεων. Στο Πωλητήριο του Μουσείου Μπενάκη θα βρείτε marinières με την εικόνα της Μελίνας Μερκούρη και την υπογραφή του Jean-Paul Gaultier.

H… ελληνική μαρινιέρα διά χειρός Jean-Paul Gaultier.

Μπερές. Δοξάστηκε από μποέμ καλλιτέχνες, στρατιωτικούς και επαναστάτες. Μια εικόνα που έχει περάσει στο παγκόσμιο συλλογικό ασυνείδητο: ο Che Guevera με το μαύρο του ret με το κόκκινο αστέρι.

Μπλούζα. Η Σοφία Βόσσου στα 90’s ξάπλωνε στην άμμο το κορμάκι της με μαξιλάρι το μπλουζάκι της. Το blouse ίσως βγαίνει από το bleu, χρώμα που διαχρονικά παραπέμπει σε «στολές εργασίας».

Μπουτονιέρα. Boutonnière είναι το στολίδι (καρφίτσα, λουλουδάκι) που βάζουμε στην κουμπότρυπα στο πέτο του σακακιού μας για très habillées εμφανίσεις σε γάμους και βαφτίσια. Στο τέλος, παίρνουμε και τη μπομπονιέρα μας που βγαίνει από το bonbonnière, το βαζάκι που φυλάμε τα bonbons (ζαχαρωτά), λέξη που στη γαλλική αργκό σημαίνει και κάτι άλλο. Μπορείτε να φανταστείτε, υποθέτω.

Ντένιμ. Κατά μία εκδοχή του μύθου -παντού υπάρχει ένας μύθος- το πιο εικονικό ύφασμα της σύγχρονης εποχής έλκει την καταγωγή του από τη γαλλική πόλη Νιμ (denim=de Nîmes).

Παλτό. Από το paletot που ως λέξη είναι très passé στη Γαλλία. Παρόλα αυτά, ένα κλασικό σχέδιο σε καμηλό χρώμα δεν θα φύγει ποτέ από τη μόδα (mode).

Παντόφλες. Από τη λέξη pantoufles που οι Παριζιάνοι έχουν σχεδόν αντικαταστήσει με τη chaussons, από όπου και τα σοσονάκια.

Παπιγιόν. ud papillon είναι το παπιγιόν. Σκέτο papillon είναι η πεταλούδα, λεπιδόπτερο με το οποίο ταυτίστηκε η Mariah Carey και όνομα εργοστασίου στο οποίο έβγαλε μεροκάματα η Lady D. του λαϊκού πενταγράμμου.

Ποσέτ. Από τη λέξη poche (τσέπη). Μέγα σφάλμα η χρήση ουδέτερου γένους που ενίοτε πάει μαζί με απάλειψη του ταυ (το ποσέ). Εδώ δεν φτιάχνουμε brunch.

Ρεβέρ. Το revers (αναγύρισμα) στα μπατζάκια των τζην ήταν κάποτε της μόδας και στις μπουτίκ (boutiques) μας έλεγαν μέχρι και πώς να το πετύχουμε. Βρε, πως αλλάζουν οι καιροί…

Ρόμπα. Μια εικόνα-σύμβολο της παγκόσμιας ποπ κουλτούρας είναι αυτή του Hugh Hefner, ιδρυτή του Playboy, με τη σατέν (satin) robe του στο χρώμα του κρασιού της Βουργουνδίας. Από το λατινογενές αρχαίο γαλλικό ρήμα rober που σήμαινε κάτι σαν «πετάω στον αέρα».

Φερμουάρ. Από το ρήμα fermer (κλείνω). Στη Γαλλία, θα το πείτε fermeture éclair, ενώ η ελληνική ονομασία που δεν επικράτησε είναι τορμοσυνάπτης. Κρατείστε τον κλειστό σε δημόσιους χώρους.

Φουλάρι. Ριγέ (rayé), καρό (carreau), μονόχρωμο ή με λαχούρια δίνει πάντα έξτρα στυλ στις εμφανίσεις σας. Για να το προφέρετε στα γαλλικά, απλώς αφαιρέστε το «ι» και για να το γράψετε σωστά προσθέστε ένα «d»: foulard.

 

Διαβάστε ακόμα: Η Παριζιάνα, μια φαντασίωση δύο αιώνων.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top