Αριστερά: με τον Νίκο Νικολάου. Δεξιά: από τις τελευταίες του φωτογραφίες.

Eύπλαστες γεωμετρίες, μελωδικά χρώματα, καμπυλώσεις του ελληνικού τοπίου, γραμμικές τροχιές που αποπνέουν τρυφεράδα. Τα απρόσωπα σώματα που μέσα στην αφαιρετικότητά τους αναδεικνύουν το κάλλος, το θάλπος και τη βουή των συναισθημάτων τους. Οι πίνακες του Γιάννη Μόραλη σε τραβούν κοντά τους.

Ακόμη και οι μεγάλες συνθέσεις του ζητούν από εσένα μια απτική συμμετοχή. Σαν να αντικρίζεις το δικό σου σώμα, μέσα στη γεωμετρία και την ευπλαστότητά του, να σε κοιτάζει από τον καμβά, έτσι που να μην αντιλαμβάνεσαι ποιος από τους δύο (το σώμα ή η αποτύπωσή του με τον χρωστήρα) είναι το αληθινό. Τα ερωτικά του συμπλέγματα είναι μια πάλη που μορφοποιεί τη σαγήνη του πάθους σε μνημειακό επίπεδο.

Ενας βαθύτατα ανθρώπινος ζωγράφος.

Τίποτα από όλα αυτά δεν μας είναι ξένα στη ζωγραφική αυτού του ευπατρίδη που γεννήθηκε σαν σήμερα (23 Απριλίου 2016, αν και υπάρχει μια περίπτωση να έχει γεννηθεί και στις 6 Μαΐου) και το έργο του συνετέλεσε (όπως του Τσαρούχη, του Νικολάου κι άλλων συγκαιρινών του) στη διαμόρφωση της μεταπολεμικής αισθητικής μας, αλλά και στην ουσιαστική αναψηλάφηση του αθηναϊκού αστικού τοπίου.

Υπήρξε πάντοτε αβρός προς τις κυρίες. Δυσανασχετούσε με τους νέους που δεν φλερτάρουν.

Ο Μόραλης είναι φορέας αυτής της σπάνιας αισθητικής που ενοποιεί το κλασικό με το μοντέρνο, το ευρωπαϊκό με το ελληνικό, δεικνύοντας με το έργο του ότι η ζωγραφική είναι ενιαία και δεν διαπραγματεύεται την αξία της με όρους εμμονής και περιχαράκωσης. Για εκείνον το ύφος δεν αποτυπώνεται μόνο στα έργα του, αλλά στη στάση ζωής του, στον τρόπο που ζει, πράττει, ντύνεται.

Υπήρξε πάντοτε αβρός προς τις κυρίες. Δυσανασχετούσε με τους νέους που δεν φλερτάρουν. Έλεγε: «Τώρα οι άνδρες είναι μπλαζέ. Είναι τέτοια η ευκολία στο σεξ, που αισθάνονται ψυχολογική κούραση. Γιατί να κυνηγήσουν; Η ευκολία σκοτώνει το πάθος. Εμείς, τότε, μέχρι να τα καταφέρουμε, κάναμε ολόκληρο αγώνα. Είναι δυνατόν να έχεις μπροστά σου έναν θησαυρό, όπως είναι οι γυναίκες, και να μην του δίνεις σημασία;»

Tα χέρια του Γιάννη Μόραλη. Ακόμη και το δαχτυλίδι του πάνω του ήταν σαν εικαστική δημιουργία.

Χιουμορίστας από τους λίγους, έλεγε ανέκδοτα στους σπουδαστές του για να τους χαλαρώσει πριν ξεκινήσουν την «ανάβασή» τους στους καμβάδες.  Οι τρόποι του ήταν η κορύφωση μιας μενταλιτέ που προσιδίαζε σε έναν μετρ.

Ένα τζιν πουκάμισο με μια κλασική γραβάτα, που σε άλλους θα μπορούσε να θεωρεί κάτι εντελώς κοινότοπο, πάνω του δόξαζε τη λειτουργία της απλότητας.

Ηταν πάντοτε προσεγμένος στο ντύσιμό του. Ακόμη και ο τρόπος που κρατούσε το μπαστούνι του, στα τελευταία χρόνια του, τότε που το σώμα του άρχισε να του εναντιώνεται, φανέρωνε έναν άντρα που ήξερε πως το στιλ δεν είναι η φόρμα, αλλά ο τρόπος που επιβάλλεσαι σ’ αυτήν. Ένα τζιν πουκάμισο με μια κλασική γραβάτα, που σε άλλους θα μπορούσε να θεωρεί κάτι εντελώς κοινότοπο, πάνω του δόξαζε τη λειτουργία της απλότητας. Όπως ακριβώς οι πίνακες του.

Ο Μόραλης ζωγραφίζει τις μορφές με μια εσωτερική δύναμη.

Δείχνουν απλοί, σχεδόν παιδικοί, φτιαγμένοι από καλλιτέχνη που βλέπει τον κόσμο με πρωτόγονη ενέργεια. Όμως δεν πρόκειται για ναΐφ πρωτογονισμό, αλλά για αισθαντική και συνάμα υπαρξιακή επιστροφή στο περίγραμμα των πραγμάτων και μέσα από αυτά στη ψίχα τους.

Ο Μόραλης αξίζει να διδαχθεί για το γεγονός ότι δόξασε την απλότητα, τη συμμετρία, την αφαίρεση.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στην τελευταία φάση της ζωγραφικής του διαδρομής, αντί να δείξει σημάδια κόπωσης, δείχνει πιο έτοιμος από ποτέ να σπάσει τον τυπικό γεωμετρικό ρυθμό του και να εξακοντίσει τη δημιουργική του ρώμη σε χρωματικές ενώσεις που τραγουδούν την κομψότητα, την τρυφερότητα και τον πηγαίο ανθρωπισμό του.

Μπορεί σε κάποιους να φαίνεται παράδοξο πώς ένας ζωγράφος που δεν απεικονίζει τα πρόσωπα «ως έχουν», με τη φωτογραφική και άκρως ρεαλιστική πυκνότητα, να θεωρείται αγωγός ενός πρωτοφανέρωτου ανθρωπισμού. Κι όμως, αν παρατηρήσει κανείς τα έργα του θα διαπιστώσει την αρμονία, τη χαρά, την ένταση, τη λύπη και τη συμπαντικότητα του αποπνέουν. Είναι τόσο ελληνικά όσο παγκόσμια.

Αν παρατηρήσει κανείς τα έργα του θα διαπιστώσει την αρμονία, τη χαρά, την ένταση, τη λύπη και τη συμπαντικότητα του αποπνέουν.

Ποιος είπε πως πρέπει να απεικονίζονται οι λεπτομέρειες ενός προσώπου για να φανεί πάνω τους η δωρεά της ζωής με ό,τι αυτό σημαίνει για το μυστήριο της ύπαρξης; Η απάντηση δίδεται απλόχερα στους ερωτικούς του πίνακες όπου τα μέλη των ερωτευμένων ρέουν, πάλλονται, πλέκονται, ιερουργούν. Εχεις την εδραία αίσθηση ότι έχουν φτιαχτεί από το χέρι ενός εφήβου. Ενός άντρα που μέσα του κρατάει ακόμη τη νεανική φλόγα του έρωτα.

Το ερωτικό σύμπλεγμα στα έργα του θα αποκτήσει μια ξεχωριστή διάσταση.

Ο Μόραλης αξίζει να διδαχθεί όχι μόνο στους σπουδαστές της Καλώς Τεχνών ή σε λογής καλλιτεχνίζοντες, αλλά και σε όσους θεωρούν πως η πλησμονή είναι η μέγιστη αξία που πρέπει να κυνηγάει ο άνθρωπος στη ζωή του. Ο ίδιος δόξασε την απλότητα, τη συμμετρία, την αφαίρεση.

Πρόκειται για μια μεταφυσική πορεία προς την απίσχνανση που μέλλει να υποστεί η ύπαρξη και την οποία δεν έχει άλλο τρόπο να γιορτάζει παρά μόνο μέσω της τέχνης. Κάπως έτσι τα «μεγάλα» που εγκαταβιούν μέσα μας και τα οποία θεωρούμε σημαντικά (ενώ δεν είναι), στη ζωγραφική του Μόραλη δίνουν τη θέση τους στα «μικρά» που, όμως, ο δικός του χρωστήρας τα μεγεθύνει, τους δίνει άλλη υπόσταση, τα κάνει ουσιώδη, εντατικά, εγγενώς ανθρώπινα.

Η ζωγραφική του Μόραλη είναι χαρούμενη, αλλά δεν λησμονεί ποτέ τη φθαρτότητα που περιμένει πάντα μας αρπάξει με τις δαγκάνες της. Ο έρωτας εξυμνείται, αλλά με ανθρώπινα και όχι μυθικά μέτρα.

Για την ιστορία, γεννήθηκε στην Άρτα και πολύ νωρίς εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα και συγκεκριμένα στο Παγκράτι το 1927. Την ίδια χρονιά άρχισε να παρακολουθεί το «κυριακάτικο μάθημα» στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.

Η ζωγραφική του Μόραλη είναι χαρούμενη, αλλά δεν λησμονεί ποτέ τη φθαρτότητα του ανθρώπου.

Ο πατέρας του όχι μόνο είχε αναγνωρίσει την καλλιτεχνική φύση του γιου του, αλλά τον στήριξε όσο μπορούσε.
Σε ηλικία 15 ετών δίνει κατατακτήριες εξετάσεις στην ΑΣΚΤ και περνά. Μαθητεύει στο εργαστήριο του διακεκριμένου ζωγράφου, Κωνσταντίνου Παρθένη, ωστόσο δεν τον αντέχει πάνω από δύο-τρεις μήνες λόγω της αυταρχικότητάς του.

Το 1965 του απονέμεται από τον Βασιλέα Κωνσταντίνο ο Ταξιάρχης του Φοίνικα.

Η πρώτη αναγνώριση του ταλέντου έρχεται έναν χρόνο μετά. Ο  Δ. Κόκκινος δημοσιεύει στο περιοδικό Νέα Εστία (1/8/1932) την πρώτη ενθουσιώδη κριτική για «τον νεαρό κ. Βόραλη», όπως επιμένει να τον αποκαλεί στο άρθρο, με αφορμή την έκθεση των μαθητών της ΑΣΚΤ. Ο Γιάννης Μόραλης είναι τότε 16 μόνο ετών.

Καθοριστική για την πορεία του θα είναι η συνάντησή του με τον Γιάννη Τσαρούχη. Οπως και επίσης και με τους Χρήστο Καπράλο και Νίκο Νικολάου. Ολοι τους σπουδαστές στην ΑΣΚΤ και στη συνέχεια φίλοι εν όπλοις.

Το 1937 πεθαίνει ο πατέρας του σε τροχαίο ατύχημα. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς αναχωρούν για τη Ρώμη με τον Νίκο Νικολάου. Θα μοιραστούν την υποτροφία που κέρδισε ο Μόραλης στον διαγωνισμό της Ακαδημίας Αθηνών (κληροδότημα Ουρανίας Κωνσταντινίδου) για σπουδές ψηφοθετικής στο εξωτερικό.

Οι πίνακες του δείχνουν απλοί, σχεδόν παιδικοί, φτιαγμένοι από καλλιτέχνη που βλέπει τον κόσμο με πρωτόγονη ενέργεια.

Το φθινόπωρο του 1937, θα εγκατασταθεί στο Παρίσι, όπου και θα συναντήσει τον τρίτο της παρέας, Χρήστο Καπράλο. Μαζί θα έρθουν σε επαφή και θα γοητευτούν από τα σύγχρονα κινήματα του Παρισιού.

Η δεκαετία του 1940, καθίσταται μια από τις πιο παραγωγικές περιόδους της ζωής του. Το 1941 παντρεύεται τη Μαρία Ρουσέν. Τα χρόνια της Κατοχής ο Μόραλης ασχολείται εντατικά με την προσωπογραφία, ώστε να εξασφαλίζει κάποιο σταθερό εισόδημα φιλοτεχνώντας πορτρέτα κατά παραγγελία. Εξακολουθεί επίσης να ασχολείται με τη χαρακτική.

Με τη Ρουσέν θα χωρίσει το 1945 και δύο χρόνια αργότερα θα παντρευτεί τη γλύπτρια Αγλαΐα Λυμπεράκη, με την οποία θα παραμείνουν παντρεμένοι μέχρι το 1955 -μαζί της θα αποκτήσει έναν γιο, τον Κωνσταντίνο. Την ίδια χρονιά (το 1947 δηλαδή) εκλέγεται τακτικός καθηγητής της Προπαρασκευαστικής τάξης στην ΑΣΚΤ και ξεκινά να διδάσκει από τον Φεβρουάριο του επόμενου χρόνου.

Το 1949 με άλλους Έλληνες ζωγράφους, μεταξύ των οποίων ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Νικολάου και ο Νίκος Εγγονόπουλος, ιδρύουν την καλλιτεχνική ομάδα «Αρμός», με σκοπό τη δημιουργία μιας σύγχρονης καλλιτεχνικής κίνησης με νέα αισθητική γραμμή. Τον επόμενο χρόνο διοργανώνουν την πρώτη τους ομαδική έκθεση στο Ζάππειο.

Από εκεί και πέρα αρχίζει μια σειρά από μακροχρόνιες συνεργασίες με το Ελληνικό Χορόδραμα, τις εκδόσεις Ίκαρος, το θέατρο του Κάρολου Κουν, ενώ το 1957 εκλέγεται τακτικός καθηγητής του Εργαστηρίου Ζωγραφικής της ΑΣΚΤ.

Το ατελιέ του στην Αθήνα (φωτογραφία: jmoralis.gr).

Το 1958, μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον γλύπτη Αντώνη Σώχο, εκπροσωπούν   την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας. Ο Μόραλης εκθέτει 24 πίνακες, προσχέδια για σκηνικά και κοστούμια θεάτρου, λιθογραφίες και αρκετά σχέδια. Η συμμετοχή του στην Μπιενάλε και η επιτυχία που γνωρίζει έρχονται ως επιστέγασμα της σημαντικής ζωγραφικής του δουλειάς.

Όταν επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αίγινα, του θύμισε έντονα την Πρέβεζα όπου περνούσε τα παιδικά του καλοκαίρια.

Την ίδια χρονιά, το 1959, ο Μόραλης αναλαμβάνει να φιλοτεχνήσει τους εξωτερικούς τοίχους του ξενοδοχείου Χίλτον της Αθήνας και τον επόμενο χρόνο φιλοτεχνεί συνθέσεις για το Ξενία της Φλώρινας και το Μον Παρνές της Πάρνηθας.

Το 1965 του απονέμεται από τον Βασιλέα Κωνσταντίνο ο Ταξιάρχης του Φοίνικα, ενώ είναι και η χρονιά μέσα στην οποία φιλοτεχνεί δέκα συνθέσεις που παρεμβάλλονται μεταξύ ποιημάτων στα Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη των εκδόσεων Ίκαρος.

Το ατελιέ του στην Αίγινα (φωτογραφία: jmoralis.gr).

Όταν επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αίγινα, του θύμισε έντονα την Πρέβεζα όπου περνούσε τα παιδικά του καλοκαίρια. Με γνώμονα αυτή τη συναισθηματική σύνδεση που ένιωσε και την αγάπη του για το «εκπληκτικό φως» της -όπως συχνά έλεγε- ο Μόραλης επέλεξε την Αίγινα ως τόπο έμπνευσης και δημιουργίας. Τη δεκαετία του ’70 αποφασίζει να χτίσει εκεί το σπίτι-ατελιέ.

Το 1979 του απονέμεται το Αριστείο Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών, ενώ το 1998 του απονέμεται ο Ταξιάρχης της Τιμής από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Το σπίτι-ατελιέ το σχεδιάζει ο φίλος του αρχιτέκτονας Άρης Κωνσταντινίδης. Και εκείνη την περίοδο στο νησί δημιουργείται η περίφημη «παρέα της Αίγινας». Οι φίλοι Νικολάου, Καπράλος, Σπανούδης, Ελύτης μαζεύονται τα βράδια μετά τις δουλειές τους στο σπίτι του γείτονα Νικολάου, όπου κουβεντιάζουν, «γελούν και καυγαδίζουν» μέχρι τα ξημερώματα.

Το 1959, ο Μόραλης αναλαμβάνει να φιλοτεχνήσει τους εξωτερικούς τοίχους του ξενοδοχείου Χίλτον της Αθήνας.

Από τότε και μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Μόραλης κάθε χρόνο κατεβαίνει στην Αίγινα τη Μεγάλη Εβδομάδα και επιστρέφει στο ατελιέ της Δεινοκράτους 9 στην Αθήνα τον χειμώνα.

Το 1979 του απονέμεται το Αριστείο Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών, ενώ το 1998 του απονέμεται ο Ταξιάρχης της Τιμής από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας. To 2009 γίνεται η τελευταία εν ζωή έκθεσή του στο ΜΙΕΤ. Λίγους μήνες μετά, στις 20 Δεκεμβρίου 2009, φεύγει από τη ζωή, στο σπίτι του στην Αθήνα.

 

Διαβάστε ακόμα: Το παράδοξο στυλ του Μιχάλη Κατσαρού (1919-1998).

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top