Λευκό το ένα, λευκό και το άλλο. Όμως…

Στην αρχή, το T-shirt δεν λογιζόταν παρά ως ένα απλό εσώρουχο από βαμβάκι. Έκτοτε, το στοιχειώδες αυτό ρουχαλάκι διάνυσε πολύ δρόμο, ώσπου να εξελιχθεί σε βασικό στοιχείο της ανδρικής γκαρνταρόμπας, χάρη στην άνεση και την ευκολία του. Ποιος θα το πίστευε, αλλά έγινε το item όχι μόνο με τη μεγαλύτερη ζήτηση στον κόσμο αλλά και αντικείμενο πόθου (!).

Το πρώτο πράγμα που ωθεί πολλούς εξ ημών στην πράξη της αγοράς ενός ρούχου είναι φυσικά η τιμή. Μια ελκυστική τιμή ή σε προσφορά κάνει κλικ στον εγκέφαλο ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ευκαιρία που θα ήταν κρίμα να χάσουμε. Αυτό εκμεταλλεύεται η fast fashion, οι μάρκες όπως η Zara ή H&M π.χ.

Τι κρύβεται πίσω από ένα Τ-shirt προς €10 κι ένα άλλο προς €40 ή προς €200; Τι ακριβώς πληρώνουμε;

Ποια, όμως, είναι η πραγματική αξία των ρούχων μας; Τι κρύβεται πίσω από ένα Τ-shirt προς €10 κι ένα άλλο προς €40 ή προς €200; Τι ακριβώς πληρώνουμε; Για να κάνουμε μια «σωστή» αποτίμηση, καλό είναι να ξέρουμε τα βασικά κόστη που καθορίζουν την τιμή ενός ρούχου.

Για ένα Τ-shirt fast fashion, κατασκευασμένο στην Ασία, που μπορούμε να βρούμε προς €10 έναντι ενός άλλου που κοστίζει €30-40, φτιαγμένου στην Ευρώπη από οικολογικά πιο υπεύθυνα υλικά, έχουμε τα εξής κόστη:

– Πρώτη ύλη: 12% στην Ασία – 25% στην Ευρώπη.
– Εργατικά: 0,5 έναντι 30%.
– Ντιζάιν: 3,5% έναντι 6%.
– Μεταφορικά: 8% έναντι 3%.
– Περιθώριο κέρδους της μάρκας: 70% έναντι 30%.

Στην περίπτωση του πρώτου έχουμε:
1. Μια μαζική παραγωγή εκατομμυρίων κομματιών, οπότε μπορείς να ρίξεις την τιμή κάνοντας οικονομίες κλίμακος.
2. Φτηνά εργατικά: το ωρομίσθιο ενός εργάτη στο Μπαγκλαντές είναι €0,24 αντί για περίπου €10 στην Ευρώπη (μεικτά).
3. Πρώτες ύλες παράγωγα πετρελαίου, όπως το πολυέστερ, και/ή μη βιολογικό βαμβάκι φίσκα στα φυτοφάρμακα και τα χημικά.

Έτσι, μπορείτε να προσφέρετε στον εαυτό σας καμιά δεκαριά τέτοια φτηνά φανελάκια το χρόνο. 2-3 απ’ αυτά θα τα φοράτε συνέχεια, μέχρι γρήγορα να ξεχειλώσουν και να τρυπήσουν. Τα υπόλοιπα θα τα βάλετε δυο φορές και μετά θα τα ξεχάσετε κάπου στο βάθος του συρταριού σας. Άρα θα σας έχουν στοιχίσει €5 ανά χρήση.

Τα πιο ακριβά, τα οποία σοφά ποιoύντες έχετε επιλέξει να διαθέτουν διαχρονικό στυλ, ίσως να τα φοράτε 1 φορά τη βδομάδα, άρα τουλάχιστον 52 φορές το χρόνο. €40/52 = €0,76. Ε, μάλλον συμφέρει. Η συμβουλή είναι λοιπόν, «λίγα και καλά». Δεν μου πέφτει λόγος, αλλά καλύτερα να ξεχάσετε τα μακουδάκια των €5.

Κι ύστερα έχουμε την κατηγορία των πανάκριβων Τ-shirts, με φίρμες όπως η The Row των αδελφών Olsen προς €300 ή της Maison Margiela προς €320. Και παραπάνω, σε βαθμό αστείο. Απευθύνονται σ’ ένα κοινό με διαφορετική καταναλωτική συμπεριφορά, ένα κοινό μοδάτο προς άγραν του πρεστίζ που προσφέρει η μάρκα.

Μαύρο το ένα, μαύρο το άλλο. Το αριστερά έχει και κασμίρ μαζί με το βαμβάκι αλλά δικαιολογείται η 30πλάσια τιμή του;

Χρειάζεται μια παρένθεση εδώ: Παλιότερα, η πολυτέλεια ήταν συνώνυμη της ποιότητας. Οι μεγάλες μάρκες είχαν εδραιώσει τη φήμη τους χρησιμοποιώντας τις καλύτερες πρώτες ύλες και τους πλέον εξειδικευμένους τεχνίτες. Ύστερα χρέωναν τους πελάτες τους ένα σημαντικό ποσό και για τα δύο. Αλλά πριν από 20 χρόνια τα πράγματα άλλαξαν.

Οι μάρκες πάντα πούλαγαν αέρα. Αυτό που είναι το πλέον ακαθόριστο, το πιο άυλο: το όνομά τους. Αν και υπάρχουν χίλιοι δυο τρόποι ν’ αναλύσει με ακρίβεια κάποιος τι σημαίνει «φίρμα», αυτό που μετράει είναι η αίσθηση που έχεις όταν αγοράζεις κάτι: αγοράζεις ένα Volvo και νιώθεις ασφαλής, αγοράζεις ένα Rolex και νιώθεις πετυχημένος.

Να το κάνω πιο λιανά. Γιατί θέλουμε να φοράμε μάρκες πολυτελείας πάση θυσία; Οι λόγοι είναι πολλοί και αλληλοεπικαλύπτονται:

1. Η ταυτότητα: «Το φοράω, άρα υπάρχω».
2. Η αγάπη για τα όμορφα πράγματα: «Το φοράω γιατί μ’ αρέσει».
3. Η αποκλειστικότητα: «Φοράω ό,τι οι άλλοι δεν μπορούν».
4. Ο κύκλος μας: «Το φοράω γιατί το φοράνε και οι φίλοι μου».
5. Η ευχαρίστηση: «Το φοράω γιατί το θέλω».
6. Το όνειρο: «Το φοράω γιατί με ταξιδεύει σ’ έναν καλύτερο κόσμο».

Την τελευταία δεκαετία, οι τιμές αυξήθηκαν και η ποιότητα έπεσε.

Από τη στιγμή που συσχετίζουμε την τιμή με την ποιότητα, οι μάρκες πολυτελείας κρατάνε ψηλά τις τιμές, ώστε όταν ψωνίζετε ένα δερμάτινο YSL να πιστεύετε ότι έχετε επενδύσει σε κάτι φτιαγμένο στο χέρι απ’ τους καλύτερους τεχνίτες και τα ακριβότερα υλικά.

Την τελευταία δεκαετία, οι οίκοι πόνταραν όλο και περισσότερο σ’ αυτήν την εικασία από μέρους μας ώστε να αυξήσουν τα κέρδη τους. Έτσι, οι τιμές αυξήθηκαν και η ποιότητα έπεσε. Για να πετύχουν τους φιλόδοξους στόχους τους, οι μάρκες διπλασίασαν τα ντεφιλέ τους και τις διαφημιστικές δαπάνες τους, ενώ ενίσχυσαν τις σχέσεις τους με τους περίφημους influencers.

Το αποτέλεσμα ήταν τα «καλά» ρούχα να γίνουν εμπόρευμα του συρμού. Στην Gucci, μια μάρκα που αρχικά ειδικευόταν στα δερμάτινα είδη υψηλής ποιότητας, τώρα ο μισός κύκλος εργασιών της προέρχεται απ’ τους millennials. H αγοραστική τους δύναμη δεν τους επιτρέπει να επενδύσουν σε σύνολα αποσκευών των πέντε τεμαχίων, αλλά αγοράζουν μαζικά Τ-shirts, hoodies, sneakers και θήκες smartphone.

Όπως συμβαίνει με τα μακό των ροκ συγκροτημάτων, τα πιτσιρίκια μπορούν να μοστράρουν έτσι την αγάπη τους για τη μάρκα σε τιμές (σχετικά) προσιτές. Αλλά όλο αυτό το πλαστικό και το ζέρσεϊ δεν έχει και μεγάλη σχέση με κείνο το σύμπαν της πολυτέλειας που απάρτιζαν άλλοτε οι μεγάλοι οίκοι.

Γκρι το ένα, γκρι το άλλο. Η “πλάκα” είναι πως το εμφανές λογότυπο βρίσκεται στο οικονομικότερο εκ των δύο.

Όλα πια είναι θέμα μάρκετινγκ. Να θέλεις κάτι αδιαφορώντας από τι είναι φτιαγμένο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η τρέλα με την πολύ hype αμερικάνικη Supreme: ένα Τ-shirt της (πάντα limited edition) κοστίζει γύρω στο 50άρικο, αλλά μεταπωλείται προς $600 και βάλε. Δεν έχει να κάνει με την εγγενή αξία του, αλλά με την πολιτισμική που δημιουργείται γύρω απ’ αυτό. Κι έχει μείνει ανέκδοτο το Τ-shirt της Vetements με το logo της DHL που έφτασε να πωλείται €220. Τέτοιες αποκοτιές κάνει και ο Balenciaga.

Έχει μείνει ανέκδοτο το Τ-shirt της Vetements με το logo της DHL που έφτασε να πωλείται €220.

Ωστόσο, σήμερα, είναι απολύτως εφικτό να αγοράσεις εξαιρετικά T-shirts σε προσιτή τιμή από μικρές νεαρές μάρκες, όπως η αμερικανική Everlane ή η καναδική Kotn (κατασκευή στην Αίγυπτο), τα οποία είναι εξίσου καλά με αυτά που διαθέτουν οι οίκοι πολυτελείας. Και, βέβαια, υπάρχουν εξαιρέσεις όπου η ποιότητα διατηρεί την αξία της. Θα μπορούσα να ανεφέρω τον Yohji Yamamoto ή την Undercover του Jun Takahashi με τα πραγματικά καλά Τ-shirts τους.

Μην απατάσθε. Ο μεγάλος χαμένος στην περίπτωση των πανάκριβων Τ-shirts, εκτός απ’ τον πελάτη, είναι κι ο πλανήτης. Γιατί μπορεί η fast fashion δικαίως να κατηγορείται για περιβαλλοντική καταστροφή, αλλά και η βιομηχανία της πολυτέλειας έχει επίσης λερωμένη τη φωλιά της. Είναι διαπιστωμένο πως όσο ακριβότερο είναι ένα ρούχο τόσο λιγότερες πληροφορίες δίνει για τον τρόπο κατασκευής του.

Μέρες πού ‘ναι, δεν το θέλει ούτε ο διάβολος να πετάμε έτσι τα λεφτά μας. Με τον κύκλο της μόδας να έχει επιταχυνθεί, με τις τάσεις να έρχονται και να παρέρχονται μέσα σε λίγους μήνες, είναι σοφότερο ν’ αγοράζεις τα κουρελάκια σου βάσει της διάρκειας ζωής τους, τόσο από πλευράς εμφάνισης όσο και κατασκευής.

Τελευταίο tip: Το σημαντικότερο είναι ο γιακάς.

 

Διαβάστε ακόμα: Πώς φοριέται το T-shirt με σακάκι.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top