Οξύνους, αποφασιστικός, με ολότελα δικό του στυλ.

Ας φανταστούμε τη σκηνή: είμαστε στο έτος 1776. Ο Ιωάννης Βαρβάκης βρίσκεται στην Αγία Πετρούπολη έχοντας γλιτώσει παρά τρίχα από τους Οθωμανούς που τον είχαν επικηρύξει στην Κωνσταντινούπολη (αφού πρώτα του κατάσχεσαν ό,τι είχε και δεν είχε) και βρίσκεται στον προθάλαμο των ιδιαιτέρων διαμερισμάτων της Μεγάλης Αικατερίνης.

Απένταρος μεν, αλλά με μπόλικη δόση ορμής που φαινόταν στα σκληρά μεγάλα μάτια του, ο Βαρβάκης εμφανίζεται μπροστά της σαν πλουμιστό παγώνι. Φοράει απλό παλτό με στενά μανίκια, έχει στο ένα χέρι ένα καπέλο σε στενό γείσο και ψηλή κορυφή. Στα πόδια του φοράει λεπτά παπούτσια με τεράστια χρυσά κουμπιά ίδια με τα κουμπιά του παλτό του. Θα μπορούσε να είναι ένας άγγλος λόρδος, αν δεν είχε την ελληνική κοψιά.

Κάτι μέσα του φλέγεται, ο παλιός πειρατής ξυπνάει μέσα του. Είναι αποφασισμένος για όλα, βλέπει την ευκαιρία μπροστά του και δεν επιθυμεί να την χάσει. Στην πατρίδα του, τα Ψαρά, βαρβάκι έλεγαν έναν τύπο γερακιού. Ιδιος ήταν κι αυτός: αυστηρός, ρωμαλέος, ορμητικός. Για την ιστορία, η συνάντησή του με τον Μεγάλη Αικατερίνη πήγε θαυμάσια, εκείνη εντυπωσιάστηκε από το στυλ και την αποφασιστικότητά του.

Από την παιδική του ηλικία εργάστηκε ως μούτσος στο καράβι του πατέρα του.

Τον ενίσχυσε οικονομικά –του έδωσε ένα πουγκί με 10.000 χρυσά ρούβλια- παραχωρώντας του ταυτόχρονα το δικαίωμα ατελούς και κυρίως αφορολόγητης αλιείας στην Κασπία Θάλασσα. Μπροστά του ανοιγόταν μια τεράστια ευκαιρία με όλο το χρόνο και κυρίως το χώρο να οργανώσει καλύτερα τις επιχειρήσεις του. Πλέον είχε τέσσερα δικά του καράβια, έναν τεράστιο και κυρίως πλούσιο ψαρότοπο στον Βόλγα αλλά και τρία νησιά στην Κασπία.

Τον Βαρβάκη ενδέχεται να τον φανταζόμαστε -αν τον φανταζόμαστε- από την Βαρβάκειο Αγορά που φέρει το όνομά του. Ωστόσο, δεν ήταν η μόνη ευεργεσία του στο τότε ελληνικό κράτος.

Ο Ιωάννης Βαρβάκης ή αλλιώς Ιωάννης Λεοντής, γεννήθηκε στις 24 Ιουνίου του 1743 στην περιοχή των Ψαρών και πέθανε στις 10 Ιανουαρίου του έτους 1825  (κάποιες πηγές αναφέρουν τον θάνατό του στις 12 Ιανουαρίου). Πατέρας του ήταν ο Ανδρέας Λεοντής, ένας ιδιοκτήτης πλοίου που πραγματοποιούσε μεταφορές στα διάφορα νησιά του Αιγαίου και μητέρα του ήταν η Μαρία Μάρου.

Αποτυπωμένος σε ελληνικό γραμματόσημο.

Από την παιδική του ηλικία εργάστηκε ως μούτσος στο καράβι του πατέρα του, ο οποίος τον όρισε ως μεριδιούχο στο πλοίο του, όταν ο νεαρός Βαρβάκης συμπλήρωσε τα 15 του έτη. Φαίνεται, όμως, πως οι δικές του βουλές ήταν άλλες. Στα 17 του ναυπήγησε το πρώτο του πλοιάριο με την ονομασία «Άγιος Ανδρέας» (πιθανόν η ονομασία του πλοίου του να προέρχεται από το όνομα του πατέρα του). Αρχικά, ασχολήθηκε με το εμπόριο, αλλά στη συνέχεια έκανε στροφή προς την πειρατεία, κάτι πολύ συνηθισμένο εκείνα τα χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι υπήρξε ολιγογράμματος και εν πολλοίς αυτοδίδακτος.

Στη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1768 – 1774) συμμετείχε σε αρκετές θαλάσσιες επιχειρήσεις και ναυτικές συγκρούσεις. Έλαβε εθελοντικά μέρος ως κυβερνήτης πυροβολικού και συντάχθηκε με τα στρατεύματα της Αικατερίνης Β’ ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Είναι γνωστό πως ο Βαρβάκης έδωσε όλη την περιουσία του για να αρματώσει τα πλοία του με κανόνια. Δεν τον φόβιζε ποτέ η ναυτική σύγκρουση με τους Οθωμανούς. Κάτι που έγινε στις 26 Ιουνίου του 1770 έλαβε μέρος με το πλοίο του στη ναυμαχία του Τσεσμέ, λαμβάνοντας το βαθμό του υπολοχαγού στις 21 Οκτωβρίου.

Οι Ρώσοι φρόντισαν να οργανωθεί με δωροδοκία η απελευθέρωση του από τη φυλακή του Γεντί Κουλέ.

Η συνέχεια, ωστόσο, ήταν περιπετειώδης. Όταν ο πόλεμος έληξε, με τη γνωστή σε όλους μας συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή στις 21 Ιουλίου του 1774, ο Βαρβάκης δεν επέστρεψε στα Ψαρά. Ενώ ήταν επικηρυγμένος από τους Οθωμανούς, ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη αγνοώντας την εχθρότητα που θα συναντούσε. Έτσι, καθώς διαπραγματεύονταν την πώληση ενός τρικάταρτου πλοίου, οι Οθωμανοί τον συνέλαβαν και του δήμευσαν την περιουσία του. Ο πληρεξούσιος πρεσβευτής της Ρωσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, πρίγκιπας Νικολάι Βασίλεβιτς Ρέπνιν, ο οποίος είχε συνομολογήσει τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή και αργότερα του Ιασίου (1791), φρόντισε να οργανωθεί με δωροδοκία η απελευθέρωση του Βαρβάκη από τη φυλακή του Γεντί Κουλέ. Τον εφοδίασε με τα απαραίτητα ταξιδιωτικά έγγραφα και με κάθε μυστικότητα τον φυγάδευσε, επιβιβάζοντάς τον σε ρωσικό εμπορικό πλοίο για τη Ρωσία. Εκεί είναι που θα συναντήσει την Μεγάλη Αικατερίνη με την επίρρωση του Ποτέμκιν.

Η Βαρβάκειος Αγορά.

Μάλιστα, εκείνος ήταν που του πρότεινε να μεταβεί στο Άστραχαν που προβλεπόταν να αναδειχθεί σε κόμβο του κεντροασιατικού εμπορίου και σε ορμητήριο των ρωσικών εξορμήσεων στα περσικά εδάφη. Εχοντας στην τσέπη την οικονομική βοήθεια της Αικατερίνης, ο Βαρβάκης έκανε το Αστραχάν μόνιμο τόπος του. Οι προσωπικές του φιλοδοξίες ταυτίστηκαν με τα εμπορικά συμφέροντα της Ρωσίας και με τις εμπορικές σχέσεις που ήθελε να αναπτύξει με την Ασία. Ο Βαρβάκης ξεκινάει να μεγαλουργεί. Η σταδιοδρομία του Ιωάννη Βαρβάκη στο στερέωμα του ρωσικού θαλάσσιου και χερσαίου εμπορίου οφειλόταν σε ένα σύνολο παραγόντων. Η πολιτική συγκυρία, οι ευκαιρίες λόγω των οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και η ευφυής αξιοποίηση των προσωπικών του ικανοτήτων και των εμπορικών-ναυτικών επιδεξιοτήτων του απέδωσαν πολλαπλασιαστικά καθώς συνδυάστηκαν με τα σχέδια του κράτους.

Ολοι οι προύχοντες έμαθαν το χαβιάρι από τον Βαρβάκη που το ταξίδευσε σε όλες τις θάλασσες.

Φυσικά το χαβιάρι αποτέλεσε σημαντικό κομμάτι της επιτυχίας του. Ηταν αυτό που του προσπόρισε μέγα κέρδος. Μία μέρα καθώς έκανε τον περίπατό του στις όχθες του Βόλγα το μάτι του πήρε έναν μουζίκο να τρώει γεμάτος ενθουσιασμό μια περίεργη τροφή με μαύρο χρώμα την οποία δεν είχε ξαναδεί. Όταν λοιπόν τον πλησίασε για να τον ρωτήσει τι τρώει εκείνος απάντησε: «Ικρά» -που στα ρωσικά θα πει χαβιάρι- και του έδωσε να δοκιμάσει. Ο Βαρβάκης ενθουσιασμένος με το πόσο γευστικό ήταν το έδεσμα τον ρώτησε από που προέρχεται. ‘Εμαθε, λοιπόν, πως ο Βόλγας και οι παραπόταμοι καθώς και οι γύρω λίμνες ήταν γεμάτοι από μπελούγκα, στουργιόνι, μουρούνα, λούτσους και οξυρρύγχους, που οι ωοθήκες τους ήταν γεμάτες με αυτή την θρεπτική τροφή. Ολα τα υπόλοιπα τα ανέλαβε το εμπορικό δαιμόνιο του Βαρβάκη. Ολοι οι προύχοντες έμαθαν το χαβιάρι από τον Βαρβάκη που το ταξίδευσε σε όλες τις θάλασσες.

Το Βαρβάκειο Λύκειο.

Ο Ιωάννης Βαρβάκης από το 1789 έλαβε ισόβια προσωπική ρωσική υπηκοότητα και γίνεται ο Ιβάν Αντρέγεβιτς Βαρβάτσι. Τα προνόμια υπηκοότητάς του τα απόλαυσε και ο πολυμελής οικογενειακός του περίγυρος. Ο Βαρβάκης είχε μεγάλη οικογένεια συνολικά: από τον πρώτο του γάμο απέκτησε δύο παιδιά – γεννημένα στα Ψαρά – και από το δεύτερο γάμο του ακόμα τρία – τα οποία γεννήθηκαν στο Άστραχαν. Έκανε και τρίτο γάμο, αλλά δεν μπόρεσε να αποκτήσει παιδιά τότε.

Εξακολούθησε να υπηρετεί το ρωσικό κράτος ακόμη και μετά τον θάνατο της Αικατερίνης. Το 1807 έλαβε το παράσημο του Ισαποστόλου Βλαδίμηρου της Δ΄ τάξης, ενώ το 1810 έγινε ιππότης του παρασήμου της Αγίας Άννης Β΄ τάξης με κληρονομικό τίτλο ευγενείας και οικόσημο. Παράλληλα, το ίδιο έτος έλαβε και τον τίτλο του αυλικού συμβούλου.

Επιδόθηκε στην ανάληψη πληθώρας κοινωφελών έργων με τα οποία, όπως είναι ευρύτατα γνωστό, έμεινε στην ιστορία ως μαικήνας της Ρωσίας και μεγάλος ευεργέτης της Ελλάδας. Με δικό του κληροδότημα ανεγέρθηκαν στην Αθήνα το Βαρβάκειο ίδρυμα. Το συνολικό ύψος των χρημάτων που διέθεσε για τη Ρωσία ανέρχεται στα 3.500.000 ρούβλια και για την Ελλάδα 1.500.000 ρούβλια. Με το εύρος και την πολυμορφία των έργων του αποδείχθηκε πρόθυμος να συμβάλει αποτελεσματικά στην ενίσχυση των κοινωνικών, εκπαιδευτικών και θρησκευτικών αναγκών του κράτους. Η αγαθοποιός δραστηριότητα του Ιωάννη Βαρβάκη στο Άστραχαν και το Ταϊγάνιο με έργα δημόσιας ωφέλειας, κοινωνικής πρόνοιας, εκκλησιαστικής, εκπαιδευτικής-μορφωτικής υποδομής συντονίστηκε με την οικονομική, κοινωνική και θρησκευτική πολιτική του ρωσικού κράτους. Αυτές οι δραστηριότητες συνέβαλαν στην επικράτηση της ρωσικής ισχύος στις εν λόγω περιοχές, ενώ ταυτόχρονα λειτούργησαν ως επιβολή ηθικού καθήκοντος, επαύξησαν το προσωπικό κύρος, κραταίωσαν την κοινωνική θέση και ενίσχυσαν τις ατομικές και οικογενειακές στρατηγικές του.

Η παρέμβασή του στις εξελίξεις με τη συγκεκριμένη πρόταση υπέρ του Ιωάννη Καποδίστρια δεν έτυχε κάποιας ανταπόκρισης.

To άγαλμά του στο Ζάππειο.

Μια ακόμη σημαντική πτυχή του ήταν η βοήθεια που πρόσφερε στην Επανάσταση του 1821. Βοήθησε υλικά τους αγωνιστές στη Μολδοβλαχία και την Ελλάδα. Το 1824 κατεβαίνει στην επαναστατημένη Ελλάδα αποσκοπώντας όχι μόνο να βοηθήσει υλικά, αλλά και να συμβάλει στη διευθέτηση της εμφύλιας πολιτικοστρατιωτικής σύγκρουσης. Η παρέμβασή του στις εξελίξεις με τη συγκεκριμένη πρόταση υπέρ του Ιωάννη Καποδίστρια δεν έτυχε κάποιας ανταπόκρισης και ετοιμάστηκε για την επιστροφή του στη Ρωσία. Όμως, λόγω της ασθένειάς του και της ήδη βεβαρημένης του υγείας, έφυγε από το Ναύπλιο και επέστρεψε στη Ζάκυνθο για θεραπεία. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή τα ξημερώματα της 10ης ή 12ης Ιανουαρίου του 1825.

Στη διαθήκη του άφησε 1.000.000 ρούβλια κληροδότημα για την ίδρυση του Βαρβακείου Λυκείου, και το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στο ελληνικό Δημόσιο για κοινωφελείς σκοπούς. Κατέθεσε τα χρήματα που χρειάστηκαν για την ανέγερσή του σε ρωσική τράπεζα και το 1857 άρχισε το κτίριο της Βαρβακείου Σχολής, με σχέδια και επίβλεψη του Παναγιώτη Κάλκου.

Με δική του δωρεά κατασκευάστηκε η κλειστή αγορά της Αθήνας (Βαρβάκειος Αγορά), ενώ επίσης χρηματοδότησε την ανέγερση διδακτηρίου στη Σινασό Καππαδοκίας, την παλιά Ναζιανζό, πατρίδα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Το Βαρβάκειο Λύκειο κτίστηκε κοντά στη σημερινή οδό Αθηνάς. Ήταν το μοναδικό Λύκειο του είδους του στη χώρα για πολλά χρόνια. Το παλιό κτίριο καταστράφηκε στα Δεκεμβριανά (1944). Σήμερα λειτουργεί γυμνάσιο και λύκειο με το όνομα «Βαρβάκειος Σχολή» σε νέο κτίριο στα όρια του Δήμου Αθηναίων και δήμου Παλαιού Ψυχικού.

 

Διαβάστε ακόμα: Το αυθεντικά ελληνικό στυλ του Άγγελου Δεληβορριά (1937-2018).

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top