O Ζαν Μορεάς ήταν ένας κομψός άντρας που καλλιέργησε εξ αρχής τα γράμματα. Η λυγερή κορμοστασιά του μέσα σε μια άψογη ρεντιγκότα κι ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στην μπουτονιέρα θάμπωνε τους συνομηλίκους του. (Ξυλογραφία του Achille Ouvré)

O Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, «τον οποίο η μεγαλόδωρη Αθηνά γαλούχησε», καταγόταν από οικογένεια ευπατρίδων. Γιος του Αδαμάντιου Παπαδιαμαντόπουλου από την Πάτρα, εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και λογίου, ο οποίος, ακόμα και λίγο προτού πεθάνει στα 94 του χρόνια απήγγειλε ποιήματα του Γκαίτε. Εγγονός εκείνου του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου που βρήκε ηρωικό θάνατο κατά την Έξοδο του Μεσολογγίου. Δισέγγονος, από την πλευρά της μητέρας του Παρασκευής Γιουρδή, του ναύαρχου Τομπάζη.

O Ζαν Μορεάς ήταν ένας κομψός άντρας που καλλιέργησε εξ αρχής τα γράμματα. Η λυγερή κορμοστασιά του μέσα σε μια άψογη ρεντιγκότα κι ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στην μπουτονιέρα θάμπωνε τους συνομηλίκους του. Θαύμαζαν τη σχεδόν σεληνιακή χλωμάδα του προσώπου του, τα κατάμαυρα ονειροπόλα μάτια του και το παράστημά του α λα Λόρδος Βύρων.

Η Γαλλία τον γοήτευε. Στα 18 του χρόνια, ο πατέρας του τον έστειλε στην Πάτρα να αναρρώσει. Δανείζεται 1.000 γαλλικά φράγκα και φεύγει κρυφά για το Παρίσι. Προσπάθησαν να τον πείσουν να επιστρέψει, αλλά μάταια. Σπουδάζει νομικά στη Γερμανία και μετά στη Γαλλία, όπου αμέσως υιοθετεί το ψευδώνυμο Jean Moréas.

Tο 1903, η βεντέτα του Βασέτ είναι ο Ζαν Μορεάς, ο οποίος εκνεύριζε πολύ κόσμο με τις λογοτεχνικές αψιμαχίες του, το δεσποτικό χαρακτήρα του και την επιτυχία του στις γυναίκες. (Αριστερά ο Moréas όπως τον είδε ο Γάλλος ζωγράφος Antonio de La Gandara)

Στο προσκήνιο εμφανίζεται το 1884 με την ποιητική συλλογή Les Syrtes και δύο χρόνια αργότερα με τις Cantilènes. Οι δύο μικροί αυτοί τόμοι συζητήθηκαν, προκάλεσαν ακόμα και σκάνδαλο, καθώς διάφοροι κριτικοί θεώρησαν ότι έπασχαν από έλλειψη σαφήνειας. Προς απάντηση, συντάσσει το μανιφέστο του Συμβολισμού στη Figaro Littéraire.

Εκεί, διεκδικεί για την ποίηση την έκφραση καθαρών ιδεών που θα διατυπώνονται μέσω συμβόλων. Οι ρεαλιστές και οι παρνασσικοί της εποχής απλώς περιέγραφαν την υλική ή ψυχολογική πραγματικότητα. Δηλαδή το μόνο που έκαναν ήταν να αντιγράφουν πιστά, όπως κάνει με το χρωστήρα του ένας ζωγράφος που το μόνο που επιδιώκει είναι να αναπαράξει το θέαμα της φύσης.

Ο «Δάσκαλος» θρονιάζεται καθημερινά στο Βασέτ, περιτριγυρισμένος από μια αυλή νέων συγγραφέων, όπου πετάει φράσεις του τύπου «Στηριχτείτε πάνω στις αρχές. Στο τέλος, δεν μπορεί παρά να λυγίσουν».

Τον καιρό εκείνο, ο Ζαν Μορεάς ήταν στο quartier Latin ένας 30χρονος ωραίος νέος, μελαχρινός και μυστακοφόρος, με μονόκλ κάτω από το παχύ φρύδι, καλοντυμένος, με μεταξωτό καπέλο και κόκκινο μαντήλι, που μιλούσε βροντερά, με τις λέξεις διακριτές, τονίζοντας τις συλλαβές, ο οποίος, στα καφέ της Rive Gauche, φρόντιζε να κάνει πειστικά με την ευφράδεια και την υπεροψία που τον χαρακτήριζε τα φρονήματά του.

Τον συναντούσαν παρέα με τον Βερλαίν, πολύ πιο ηλικιωμένο, κακοντυμένο και αμετανόητο μποέμ, ο οποίος στο πρόσωπο έμοιαζε με τον Σωκράτη και στα υπόλοιπα με τον Διογένη. Οι δυο τους, τόσο διαφορετικοί αλλά εξίσου έξαλλοι με τα ηλίθια δόγματα που κυκλοφορούσαν, βρίσκονταν σε αναζήτηση μιας αισθητικής.

Στο quartier Latin βρισκόταν και το περίφημο Καφέ Βασέτ, όπου σύχναζαν όλοι οι καλλιτέχνες. Ωστόσο, το 1903, η βεντέτα του Βασέτ είναι ο Ζαν Μορεάς, ο οποίος εκνεύριζε πολύ κόσμο με τις λογοτεχνικές αψιμαχίες του, το δεσποτικό χαρακτήρα του και την επιτυχία του στις γυναίκες, σε σημείο να του δώσουν το παρατσούκλι «ο Ανατολίτης γλεντζές».


Διαβάστε ακόμα: Οι 100 κορυφαίοι γραφίστες του κόσμου τιμούν τον Τουλούζ-Λωτρέκ στο Μουσείο Μπενάκη


Στα 47 του χρόνια, ο «Δάσκαλος», όπως τον αποκαλούν, θρονιάζεται καθημερινά στο Βασέτ, στο πρώτο τραπέζι αριστερά, πίνοντας τον καφέ ή το ουίσκι του, παρέα με τους φίλους του, με πρώτο και καλύτερο τον 21χρονο Ζαν Ζιρωντού, και μια αυλή νέων συγγραφέων. Περιτριγυρισμένος απ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους κορδώνεται και πετάει φράσεις του τύπου «Στηριχτείτε πάνω στις αρχές. Στο τέλος, δεν μπορεί παρά να λυγίσουν».

Εκεί συχνάζει κι ο Γκιγιώμ Απολλιναίρ, ο οποίος γοητεύεται από τον Μορεάς, παρά τα ξεσπάσματα και τις παραφορές του. Μοιράζονται την ίδια αγάπη για τα μεσογειακά φαγητά και πότε τους βρίσκεις να τρώνε αντσούγες, πότε σαλιγκάρια. «Το σαλιγκάρι είναι για μας», έλεγε ο Μορεάς, «ό,τι το τριαντάφυλλο για τα λουλούδια». Άλλοτε πάλι πίνουν λευκό κρασί που συνοδεύουν με αχινούς, μιλώντας με ενθουσιασμό για τον Δάντη, τον Βιγιόν ή τον Σαίξπηρ.

Το αριστούργημά του το συναντάς στην τελευταία του συλλογή Στροφές. Ένα έργο ευαίσθητο, υψιπετές και μελαγχολικό, γοητευτικό και ταυτόχρονα καλυμμένο μ’ ένα πέπλο πένθους.

Ο Μορεάς δεν παρέμεινε συμβολιστής για πολύ. Και για να λέμε και του στραβού το δίκιο, υπήρξε περισσότερο στα μανιφέστα του παρά στα ποιήματά του. Το 1891, διακηρύσσει το τέλος του συμβολισμού, «ποιητικής σχολής εφήμερης, αλλά θεμιτής» και εκθειάζει «την επανασύνδεση με την παράδοση, η οποία είναι ο σκοπός της Ρομανικής Σχολής», ώστε να γεμίσει ομορφιά η μιζέρια του κόσμου.

Μετά αλλάζει και πάλι αισθητική. Όπως εγκατέλειψε τον προβληματικό συμβολισμό για μια ποίηση που θα ανέτρεχε στις απαρχές της γαλλικής λογοτεχνίας, αφήνει και τη Ρομανική Σχολή για μια ποιητική σύγχρονη του Ερρίκου Δ΄. Γίνεται κλασικός ή, καλύτερα, προκλασικός.

Καλοντυμένος, με μονόκλ κάτω από το παχύ φρύδι, με μεταξωτό καπέλο και κόκκινο μαντήλι, ο Jean Moréas ήξερε να τραβάει την προσοχή πάνω του. (Φωτογραφία: britannica.com)

Θα του προσάψουν ότι, με τον τρόπο αυτό, είναι εκτός εποχής. Ασφαλώς! Αλλά ούτε τότε η ποίηση ήταν της εποχής της. Και ο Μορεάς το ένιωσε τόσο βαθιά που σε όλο του το έργο δεν διακρίνεις ίχνος επικαιρότητας. Το έργο του είναι ολοκάθαρα αντιδραστικό, αφού το αφιέρωσε στη γαλλική παράδοση.

Το αριστούργημά του, το απόσταγμα της κλασικιστικής αυτής εμπειρίας, το συναντάς στην τελευταία του συλλογή Στροφές (Stances), αποτελούμενη από έξι βιβλία που εκδόθηκαν μεταξύ 1899 και 1901. Ένα έργο ευαίσθητο, υψιπετές και μελαγχολικό, γοητευτικό και ταυτόχρονα καλυμμένο μ’ ένα πέπλο πένθους. Είναι σαν να ακούς μια επιβλητική και δυνατή μουσική χωρίς φιοριτούρες.

Την εποχή εκείνη, η ζωή των καφέ είναι στο ζενίθ της. Ωστόσο ο Μορεάς, για λόγους υγείας υποχρεώνεται να συχνάζει σπανιότερα. Έλεγε με πικρία: «Δεν το ονομάζω αυτό “πηγαίνω στο καφέ”. Άλλοτε, έφτανα στις οκτώ η ώρα το πρωί και ξανάβγαινα στις πέντε τα ξημερώματα της επομένης. Να τι σημαίνει πραγματικά “πηγαίνω στο καφέ”».

Ώσπου μια ηλιόλουστη ανοιξιάτικη μέρα, που νόμιζες ότι βρίσκεσαι στις όχθες του Ιλισσού, ο Ζαν Μορεάς οδηγείται στο κοιμητήριο. Πέθανε στην κλινική του Saint-Mandé από ασθένεια του ήπατος μετά από μέρες μιας παράξενης και περήφανης γαλήνης. Ήταν το 1910 κι εκείνος έμοιαζε με αρχαίο Έλληνα σοφό, ο οποίος 13 χρόνια νωρίτερα είχε επιστρέψει για να πάρει μέρος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο.

 

Διαβάστε ακόμα: Αντώνης Μπενάκης (1873-1954), ο Πορφυρογέννητος Αιγυπτιώτης

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top