Είναι μια ωραία Πέμπτη του Φεβρουαρίου και η Jeep μάς έχει καλέσει να πάμε στην ηλιόλουστη Αράχοβα, για να οδηγήσουμε το Renegade στην ειδικά διαμορφωμένη πίστα που έχει στήσει εκεί.
Πρωί στις 9 λοιπόν είμαι στην έκθεσή της στον Παράδεισο Αμαρουσίου, μαζί με το υπόλοιπο δημοσιογραφικό «σινάφι», για να ξεκινήσουμε τη βόλτα. Βγάζω λοιπόν κι εγώ μια selfie (τι ψώνιο είμαι, Θεέ μου!) μπροστά στην σειρά των παρατεταγμένων Renegade και την ανεβάζω στο Facebook για να ζηλέψουν τα φιλαράκια.
Και αρχίζει το διαδικτυακό ντιρλαντά… «Μα αυτό δεν είναι Jeep», «Αυτό είναι Φιατάκι, δεν ντρέπονται να τα λένε Jeep αυτά» κ.λπ. Δεν άρχισε καλά η μέρα.
Η αλήθεια είναι ότι, έχοντας ένα Wrangler του ‘91 που ανεβαίνει τοίχους για πρωινό και καταπίνει κοτρόνες όπως μια εύσωμη Αμερικάνα τα χάμπουργκερ, η δική μου άποψη για τα συγκεκριμένα σύγχρονα προϊόντα της εταιρείας δεν ήταν και πολύ διαφορετική.
Η Jeep, αγορασμένη πλέον από τη Fiat-Chrysler, και με στόχους πολύ πιο οικογενειακούς από το βραχώδες παρελθόν της, έχει προσθέσει στη γκάμα της αυτοκίνητα «lifestyle», φαινομενικά αρκετά πιο ταιριαστά στα πεζοδρόμια της Γλυφάδας παρά στα ερημικά κοτρόνια του Rubicon Trail.
Με αυτά τα μοντέλα όμως έχει πετύχει να αυξήσει τις πωλήσεις της, μετατρέποντας μια μισοπεθαμένη στην Ελλάδα μάρκα σε εμπορική επιτυχία. Και αυτό μάλιστα σε μια χώρα χτυπημένη από την κρίση.
Το αυτοκίνητο που μου έδωσαν ήταν ένα 1.6 Limited turbodiesel, με μπροστινή κίνηση και 6τάχυτο μηχανικό κιβώτιο ταχυτήτων. Μέσα στην καμπίνα όλα ήταν όπως θα περίμενε κανείς από ένα αυτοκίνητο δρόμου, δηλαδή ηλεκτρονικά καλούδια, οθόνη πολλαπλών χρήσεων, Bluetooth, τιμόνι με δεκαπέντε κουμπιά κ.λπ. τα οποία, ενώ είναι πια εκ των ων ουκ άνευ στα κανονικά αυτοκίνητα, όσο να ‘ναι σε ξενίζουν σ’ ένα που γράφει στο καπό του Renegade.
Βλέπετε, η δική μου γενιά, που μεγάλωσε με ένα Renegade CJ3 κοντό, στενό, χοροπηδηχτό, αγροτικό και με σούστες κάρου, δυσκολεύεται να κάνει την προσαρμογή στους καιρούς μας. Αλλά όταν ένα σύγχρονο MINI, ή ένα Fiat 500, καταπίνει πια ολόκληρο τον αυθεντικό του πρόγονο, και έχει και χώρο για άλλο μισό, γιατί θα πρέπει η Jeep να μην κάνει ανάλογη προσαρμογή, ιδιαίτερα όταν με την κίνηση αυτή χτυπάει πωλήσεις;
Τέλος πάντων… Το Renegade λοιπόν βγαίνει στην Εθνική οδό και αρχίζει το ταξίδι, χωρίς οι τέσσερις επιβαίνοντες μαντράχαλοι να καταλάβουν σε τι είδους όχημα βρίσκονταν – θα μπορούσε να ήταν Golf. Αεροδυναμικός θόρυβος; Γράψε ελάχιστος. Στο Wrangler του ‘91 νόμιζες ότι ήσουν σε πλυντήριο.
Ροπή για προσπέρασμα; Γράψε αρκετή. Στο Wrangler των 2500 κ.ε. έκανες ευχέλαιο. Θόρυβος κινητήρα; Κάπου εκεί μπροστά υπάρχει, αλλά δεν ορκίζομαι κιόλας. Στο Wrangler άκουγες τις εκρήξεις κάθε κυλίνδρου.
Οικονομία; Πως έχουν καταφέρει οι μπαγάσες και στα 170 km/h καίει από 8 έως 9,7 λίτρα πετρέλαιο; Στο παλιό μου Wrangler δεν έφτανες τα 160 παρά μόνο στην κατηφόρα των Οινοφύτων, με ούριο άνεμο και με σημαντικό προσωπικό ρίσκο, φορώντας ωτοασπίδες και καίγοντας τη μισή ετήσια παραγωγή του κυρίου Βαρδή σε βενζίνη.
Διαβάστε ακόμα: 10+1 αυτοκίνητα για ένα ιδανικό γκαράζ
Στις στροφές του Καρακόλιθου το Renegade στρίβει με αρκετά χιλιόμετρα, χωρίς περίεργες αντιδράσεις, και με τιμόνι που σου δίνει σχετικά καλή αναφορά για την επαφή των τροχών με την άσφαλτο. Μόνη ένσταση μια συμπεριφορά που αισθάνεσαι σε κυματοειδές οδόστρωμα, δικαιολογημένη ίσως για τον χαρακτήρα του αυτοκινήτου. Στο δρόμο λοιπόν το Renegade κερδίζει το ματς με το παλιό, το «αυθεντικό», 1-0 χαλαρά και οικονομικά.
Και φτάσαμε ξεκούραστοι μετά από μιάμιση περίπου ώρα στο Λιβάδι Παρνασσού, όπου, κάπου στο βάθος, χαμένο στα χόρτα έχω ένα σπιτάκι από τις μέρες που δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα. Εντολή της στρατηγού να περάσω να πάρω κάποια ξεχασμένα πράγματα, οπότε και κάναμε detour για δυο χωμάτινα χιλιόμετρα μέχρι το ταπεινό μου χειμερινό ανάκτορο.
Ο χωματόδρομος που κάποτε ήταν συντηρημένος σήμερα είναι ένα χάλι μαύρο και η κατηφόρα για το σπίτι άστα να πάνε, με βαθύ νεροφάγωμα και κλίση έως 30 μοίρες. Πουθενά όμως δεν ακουμπήσαμε και η διαδρομή βγήκε άνετα. Όταν δε ξεκινήσαμε για να γυρίσουμε, το μπροστοκίνητο Renegade ανέβηκε, με τέσσερις νοματαίους και 40+ κιλά εξοπλισμό φωτογράφισης στο πορτμπαγκάζ, χωρίς καμία διαμαρτυρία.
Αυτό, στο δικό μου βιβλίο, μετράει για 100 points, διότι είναι θέμα «πάω-δεν πάω σπίτι» αν το αυτοκίνητο δεν μπορεί να ανέβει την ανηφόρα μου. Σε αυτήν τη φάση έχω αρχίσει πλέον να ψυλλιάζομαι ότι κάτι σοβαρότερο υπάρχει πίσω από τη φαινομενικά ήπια και βάναυσα κριτικαρισμένη (από τους σκληροπυρηνικούς) προσωπικότητα του Renegade.
Και φτάνουμε επιτέλους στην πίστα, μπροστά στην ταβέρνα «Καραούλι», όπου η διαμόρφωση είναι σχετικά λάιτ, αν εξαιρέσεις ένα διάδρομο με κοτρόνια και λίγη λάσπη. Είχε βέβαια και δυο 35+ μοιρών ανηφόρες-κατηφόρες και διάφορα περάσματα όπου σηκώνεις ρόδα στον ουρανό.
Για το παλιό μου Jeep βέβαια αυτά ήταν τραγανά μαριδάκια. Καμία σχέση με την προ 20ετίας πίστα στην Αράχοβα, της Jeep κι εκείνη, με 50μ. 40άρα κλίση που την ανέβαιναν τα Wrangler και τα Cherokee της εποχής με χίλια, πέταγαν δυο μέτρα στον αέρα στην κορυφή, κι έσκαγαν μετά κάτω μ’ έναν γδούπο που σε έκανε να σφίξεις την καρδιά σου. Αλλά είπαμε, μ’ εκείνα έφτανες στην Αράχοβα κουφός και φραπέ. Και μπατίρης.
Tα Renegade 4×4 που μας έδωσαν πέρναγαν με ιδιαίτερη άνεση τη διαδρομή, σηκώνοντας τροχό 30-40 πόντους στο διαγώνιο πέρασμα, χωρίς να τρίξει τίποτα. Μια μικρή υστέρηση την είχαν στην ενεργοποίηση της τετρακίνησης στα δύσκολα, αλλά μόλις τα ηλεκτρονικά καταλάβαιναν τι γίνεται, έβγαινες απ’ αυτά αμέσως.
Η έκπληξη όμως ήταν ότι ακόμα και το δικίνητο την έβγαλε, με μια μικρή δυσκολία στις ανηφόρες, λόγω ελαστικών «δρόμου», αλλά αυτό είχα ήδη επιβεβαιώσει ότι γίνεται προ ολίγου στο σπίτι μου.
Αφού βγάλαμε το άχτι μας, η εταιρεία μάς είχε ετοιμάσει στο «Καραούλι» τσιμπούσι με προβατίνες, κοντοσούβλια, ντολμάδες, σαλάτες και ρακόμελα και –o tempora, o mores– γαλλική μουσική υπόκρουση. Πού τα τσάμικα, πού οι καραγκούνες, πού οι γκλίτσες και τα τσαρούχια… Η Αράχοβα έχει πια μετεξελιχθεί σε λουξ καταστάσεις.
Δεν κατηγορώ τη Jeep για το Renegade, όπως φίλοι μου στα κοινωνικά media. Αντιθέτως, η αναγεννημένη εταιρεία έφτιαξε ένα αυτοκίνητο που πάει μια χαρά στο δρόμο, στέκει όρθιο σε ελαφριές off-road διαδρομές ενώ, με τα κατάλληλα λάστιχα, θα σε πάει εκεί όπου αυτοκίνητο δρόμου δεν πλησιάζει καν. Και όλα δε αυτά με άνεση και χώρο για τέσσερις μεγαλόσωμους και τις αποσκευές τους.
Για… έξαλλες εξάλλου καταστάσεις, εκτός των 4×4 Renegade, υπάρχουν και τα σημερινά Wrangler και τα Grand Cherokee που συνεχίζουν την παράδοση. Αν το αντέχει η τσέπη σας –και δεν σας καλύπτει κι ένα τετρακίνητο Renegade– πάρτε ένα απ’ αυτά.
Εδώ όμως έχουμε ένα Jeep με το οποίο, με 19-κάτι χιλιάρικα αρχική τιμή, μπορείς να ταξιδεύεις οικονομικά και άνετα για ώρες ολόκληρες, να πηγαίνεις χωρίς φόβο σε χωματόδρομους και να ανεβαίνεις και στο χιονοδρομικό χαλαρά.
Και να το παρκάρεις βέβαια και στα πεζοδρόμια της Γλυφάδας, χωρίς να χρειάζεσαι ευθυγράμμιση μετά.
//Ο Οδυσσέας Τσαγκάρης είναι gentleman racer και οδηγός ράλι.
Διαβάστε ακόμα: Volvo S90 D5 AWD Geartronic