Oταν βρέθηκε στο Άγιο Όρος το 1927 (Wikipedia).

Τον περιγράφει ο ζωγράφος Γιώργος Μανουσάκης: «Ήταν ψηλός, αδύνατος και μελαχρινός, αγριωπή αλλά αγαθή όψη…. Περιφέρετο ντυμένος με ένα παλιό σκούρο κουστούμι, με μια εφθαρμένη καμπαρτίνα και φόραγε πάντα γραβάτα μαύρη πλεκτή. Ζούσε μόνος του… Είχε πάντα μαζί του μια τσάντα με πινέζες. Μέσα εκεί φύλαγε ό,τι πολυτιμότερο είχε: χειρόγραφα, βιβλία, σχέδια, χρώματα, μολύβια, ακόμα και μερικές μικρές υδατογραφίες του ή έργα άλλων καλλιτεχνών, όπως του Κόντογλου, του Τσαρούχη και του Πικιώνη».

Και συμπληρώνει ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας: «Ζούσε πολύ λιτά, φτωχικά. Κυκλοφορούσε σχεδόν ρακένδυτος. Αλλά δεν τον ένοιαζε. Ήταν πραγματικά φιλόσοφος, υπ’ αυτήν την έννοια. Ήταν σεμνός, ευγενέστατος και αξιοπρεπής. Ήταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος μ’ ένα απροσδιόριστο μειδίαμα. Επομένως είχε όλα τα γνωρίσματα που λείπουν από εμάς τους Έλληνες».

Μιλούν για τον Τζούλιο Καΐμη, τον Ελληνοεβραίο (Ρωμανιώτη) που γεννήθηκε το 1897 μέσα σ’ ένα αρχοντικό της Κέρκυρας και πέθανε πάμπτωχος στην Αθήνα το 1982. Αυτός ο «homme perdu» (ο χαμένος άνθρωπος, όπως περιπαικτικά τον φώναζαν οι φίλοι του) υπήρξε ζωγράφος, συγγραφέας, λαογράφος, ιστορικός τέχνης, μεταφραστής και μέγας μελετητής του Καραγκιόζη, καθώς θεωρούσε το Θεάτρο Σκιών συνέχεια της αρχαίας τραγικής παράδοσης.

Ζωγραφίζοντας στο Αστεροσκοπείο το 1927 (Wikipedia).

Ο Τζούλιο Καΐμη μελέτησε σε βάθος την ελληνική μυθολογία, την εβραϊκή ιστορία, τον πολιτισμό Ινδίας και Ανατολής.

Ήταν ο πρωτότοκος γιος του εύπορου, διαπρεπούς εβραιολόγου, δάσκαλου και ακραιφνούς δημοτικιστή Μωυσή Χαΐμη. Του οποίου ο κύκλος απαρτιζόταν από τους Θεοτόκη, Λορέντζο Μαβίλη, Καρκαβίτσα, Παπαδιαμάντη… Προσωπικός φίλος του Βενιζέλου, στάλθηκε στη Θεσσαλονίκη με την ιδιότητα του πρώτου αντιπροσώπου του ελληνικού κράτους, με σκοπό να επηρεάσει τη βασιλόφρονα εβραϊκή κοινότητα της πόλης.

Μετά την εγκατάσταση της οικογένειας στην Αθήνα το 1906, ο Τζούλιο θα βρεθεί να σπουδάζει στο Σχολείον των Τεχνών (τη σημερική ΑΣΚΤ) του Μετσόβειου, με καθηγητές τον Ιακωβίδη και τον Παρθένη, ενώ θα γίνει στενός φίλος ενός άλλου αποσιωποιημένου, του συμφοιτητή του Γεράσιμου Στέρη.

Ήταν μια μορφή του ’30 μέσα στη γενιά του ’30, δυσεξιχνίαστος και μυθολογικός.

Συνεχίζει τις σπουδές του στην Ιταλία και, από το 1020 και μετά, καταγράφεται ως ανταποκριτής της εφημερίδας La Tribuna στη Ρώμη, ως συνδαιτημόνας του Άγγελου Σικελιανού στις πρώτες Δελφικές Γιορτές και ως μέλος στο «Άσυλο Τέχνης» του Νίκου Βέλμου. Γνωρίζεται με τον Τσαρούχη και τον Καζαντζάκη, ενώ γίνεται αδελφικός φίλος του Κόντογλου, ο οποίος θα τον μυήσει στην κοινωνία του Άθω.

Ο Τζούλιο Καΐμη μελέτησε σε βάθος την ελληνική μυθολογία, την εβραϊκή ιστορία, τον πολιτισμό Ινδίας και Ανατολής. Και εντρύφησε ιδιαίτερα στη Βίβλο, το Ταλμούδ και την Καββάλα, στην προσπάθειά του να βρει τους κοινούς τόπους μεταξύ ελληνισμού και ιουδαϊσμού.

Παρά την ενασχόλησή του με την παράδοση, δεν συναναστρέφεται την εβραϊκή κοινότητα και, όπως λέει ο Μισέλ Φάις, φαίνεται να μετεωριζόταν ανάμεσα στον Μπαρούχ Σπινόζα καιι στον Ισαάκ Μπάσεβιτσς Σίνγκερ. Κι όταν πάλι ο ζωγράφος Δ. Διαμαντόπουλος τον ρώτησε αν ο Χριστός αμάρτησε, εκείνος, μετά από σύντομη σκέψη, απάντησε: «Αμάρτησε γιατί δεν αμάρτησε».

Τους πίνακες που φιλοτεχνούσε τους χάριζε στους φίλους του ή, σπάνια, τους πούλαγε για πενταροδεκάρες.

Το 1934, περιπλανήθηκε πεζός στην Παλαιστίνη, τη Συρία και την Υεμένη γράφοντας και ζωγραφίζοντας. Μετέφρασε Ησίοδο, Μπενεντέτο Κρότσε, Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ, Μακιαβέλι, Μιχαήλ Άγγελο, Γκολντόνι. Ο Τέρπος Πηλείδης γράφει το Μάρτιο του 1980: «Τον είδα, τυχαία, στο δρόμο, χαμένον μέσα στο ανώνυμο πλήθος, να περιφέρει το μειλίχιο βλέμμα του, πάνω από την τύρβη του αθηναϊκού δρόμου, αυτόν τον παράξενο, τον αλλόκοσμο θα έλεγα, Ιούλιο Καΐμη… Ποιοί άραγε και πόσοι τον ξέρουν; Σε πόσους λέει κάτι το όνομά του; Και όμως, είναι από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις των γραμμάτων μας. Με απέραντες γνώσεις (ξέρει δώδεκα γλώσσες, συμπεριλαμβανομένης και της σανσκριτικής!)»

Τους πίνακες που φιλοτεχνούσε τους χάριζε στους φίλους του ή, σπάνια, τους πούλαγε για πενταροδεκάρες. «Είχε μία άγια ζωή και απίστευτη αφιλοκέρδεια» θα πει ο Δ. Π. Κοκκινίδης. Λόγω έλλειψης χρημάτων, χρησιμοποιούσε ευτελή υλικά, ζωγραφίζοντας σε καφενεία και ταβέρνες για ένα πιάτο φαγητό. Τα λιγοστά του λάδια και ακουαρέλες που σώθηκαν, γύρω στα 70 όλα κι όλα, εκτέθηκαν το 1995 στο Εβραϊκό Μουσείο της Νέας Υόρκης.

Ήταν μια μορφή του ’30 μέσα στη γενιά του ’30, δυσεξιχνίαστος και μυθολογικός ο Τζούλιο Καΐμη. Αδιάφορος για τα πρακτικά ζητήματα της ζωής, ένας μετρ της αυτοεγκατάλειψης, τα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσε σαν ξωτικό. Η δυσκολία στην ακοή που είχε από νεαρή ηλικία μετατράπηκε σε βαριά κώφωση κι αυτό επέτεινε την απομόνωσή του.

Hταν μια παπαδιαμαντική φιγούρα που έζησε «προκλητικά ανεπίκαιρα».

Πέθανε στις 31 Ιανουαρίου του 1982 από ανακοπή, με την έγκριση για συνταξιοδότηση του Υπουργείου Πολιτισμού στην τσέπη, σε μικρή απόσταση από το σπίτι του στη Ριζούπολη. Ο Τσαρούχης θα γράψει σ’ ένα μεταθανάτιο σημείωμα στην Καθημερινή: «Ήταν τόσο ανεξάρτητος. Είχε ξεπεράσει τόσο τις ανθρώπινες ανάγκες, που το να τον βοηθήσεις ήταν σαν να τον προσβάλλεις, παραβλέποντας τη δύναμή του».

Όπως λέει ο επίμονος μελετητής του Μισέλ Φάις, ήταν μια παπαδιαμαντική φιγούρα που έζησε «προκλητικά ανεπίκαιρα». Ο Καΐμη αποσιωπήθηκε διότι ο στοχασμός του δεν εξυπηρετούσε κανενός τις πολιτισμικές σκοπιμότητες του μεσοπολέμου. Η δυσφορία του μπροστά στον καλπάζοντα τεχνολογικό νεωτερισμό της κοινωνίας και της τέχνης, τον κάνει να φαντάζει στα μάτια των συγκαιρινών του ως ένας ηθογράφος που έρχεται από τα παλιά. Ο μυστικισμός και ο αυθόρμητος αναρχισμός του τον θέτουν εκτός, τόσο από τις επιδιώξεις μιας δογματικής αριστεράς όσο και από την κλειστοφοβική αγκάλη της ισχνής μεταπολεμικά εβραϊκής κοινότητας.

 

Διαβάστε ακόμα: Κωνσταντίνος Τσάτσος (1899-1987) – «Έτσι κατάλαβα τι σημαίνει αρχοντιά».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top